Wednesday, March 30, 2011


Μέρος Πρώτο Ντόπιοι και Ξένοι Ανάπτυξη της πρώτης σκηνής Δεκέμβριος του 1998 στην πλατεία Κουμουνδούρου Κατά τα μέσα Δεκεμβρίου του 98 περίπου χίλιοι ξένοι, ρακένδυτοι και πεινασμένοι, κυρίως Κούρδοι οι πιο πολλοί μ’ ελάχιστους ανάμεσά τους Αλβανούς, έξω στο ύπαιθρο και μέσα στα ανύπαρκτα ελέη του θεού τελείως εγκαταλειμμένοι, άστεγοι διαρκώς, συνέχιζαν να ζούνε σαν τα αδέσποτα σκυλιά, επάνω στην πλατεία Κουμουνδούρου. Τούτοι πριν πέντε μήνες τελείως ξαφνικά, λες κι απ’ το πουθενά, σαν βατραχάκια που τα’ χε φέρει από το άγνωστο η βροχή, είχανε φθάσει εδώ την περασμένη άνοιξη κι είχανε πρόχειρα στους άδειους χώρους της κατασκηνώσει. Πέρα απ’ τις άλλες δυστυχίες, ξεριζωμός, ορφάνια, ταλαιπωρία, πείνα, ατέλειωτες ήταν εκεί οι μίζερες οι ώρες τους, άπραγοι όπως έμεναν επάνω στη πλατεία απ’ το πρωί ως το βράδυ. Δουλειά δεν είχανε έτσι κι αλλιώς. Και βέβαια που να πήγαιναν, έστω και για σεργιάνι, άγνωστη κι ακατάδεκτη κι έτσι χαώδης που ‘τανε γι’ αυτούς τους νέους κι άβγαλτους ετούτη η ξένη πόλη. Ακόμη κι αν ξεφεύγανε κάποια στιγμή περίεργοι, λίγο πιο έξω απ’ τη πλατεία, στους παραδίπλα δρόμους, προειδοποιημένοι σχετικά από έντρομους συμπατριώτες τους, που ήδη την είχανε πατήσει, σαν είχαν δοκιμάσει κάτι ανάλογο να κάνουν, είχαν τη βεβαιότητα πως μια και δεν διέθεταν τις περιβόητες εκείνο τον καιρό ονειρεμένες άδειες προσωρινής διαμονής, στα σίγουρα θα κλείνονταν κατά δεκάδες στριμωγμένοι μέσα στους αποπνικτικούς τους τοίχους κάποιας ανήλιαγης, θεοσκότεινης και μουχλιασμένης φυλακής. Εντεταλμένοι φύλακες της δημοσίας τάξης, με ζήλο απεριόριστο στο κρατικό συμφέρον, τόσο, όσο για τίποτ’ άλλο στη τετριμμένη τους έτσι κι αλλιώς, το συνηθέστερο, ρουτίνα, νυχθημερόν και επί μονίμου βάσεως, γύρω και δίπλα απ’ την πλατεία, προφύλασσαν την κοινωνία, απ’ τους βρομιάρηδες αυτούς, πάνοπλοι σαν τους αστακούς νταβραντισμένοι ΜΑΤατζίδες. Σε τελική ανάλυση και για τους πιο επάνω λόγους, ή και για άλλους άγνωστους, όπως της εθνικής ασφάλειας, των τουρκικών και των αμερικάνικων σκοπιμοτήτων. Οι Κούρδοι τότε στην Ελλάδα ήτανε λεύτεροι να αναπνέουν μεν, κατά τα άλλα όμως, βεβαίως μόνο κι αυστηρά, σαν πρόβατα, κλεισμένοι μέσα στο το υπαίθριο αυτό το κολαστήριο της πλατείας. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς, απ’ το πρωί ως το βράδυ και μες σε στριμωγμένους, απ’ το αδιαχώρητο του πλήθους τους, σχηματισμούς, τους έβλεπες συχνά συμμαζωμένους σε μικρές ομάδες ακατανόητα, σαν μαριονέτες άψυχες, συνέχεια να χειρονομούν. Τελείως μετρημένοι κι άδειοι από συναίσθημα εντελώς, με γλώσσα κουρασμένη κι άψυχα υποτονική, μίλαγαν ακατάπαυστα, λες κι είχαν και πολλά, χωρίς καν σκέψη, για να πουν… Αν και πραγματικά ποτέ στο βάθος η κουβέντα τους δεν έδειχνε να έχει στοιχεία πάθους ή παραφοράς, εν τούτοις έλεγαν κι έλεγαν διαρκώς˙ γύρευε ποιους καημούς τους, ή ποια κρυφά τους όνειρα˙ όνειρα ταπεινά που η ξενιτιά, ίδιο σκουλήκι εδώ, είχε αρχίσει λίγο το λίγο τώρα σα ξύλο να τα ροκανίζει. Ανάμεσα απ’ τους πρώτους υπήρχαν κι άλλοι βέβαια, λιγότεροι όμως τούτοι, οι οποίοι ξεκομμένοι, απόμακρα απ’ τους πολλούς, έκοβαν βόλτες μοναχοί τους επάνω, κάτω, διαρκώς, στα περιθώρια της πλατείας. Αυτοί οι ίδιοι τελείως απομονωμένοι κι αμίλητοι συνέχεια ξεχώριζαν από μακριά κι από τους περισσότερους, τους άλλους τους συμπατριώτες, σε τρεις ομάδες τύπων. Οι πρώτοι δείχνανε ψυχροί κι αδιάφοροι στο περιβάλλον, κυρίως στη μιζέρια, του άθλιου τόπου, των ανθρώπων, του θολωμένου οράματος τους για μια καλύτερη ζωή, τόσο μακριά, στα ξένα. απ’ το τόπο τους. Κι ήτανε το ανάστημα όλων αυτών σα του βαρβάτου του άλογου, περήφανα στητό. Πιο ζωντανοί απ’ όλους, σου ‘διναν την εντύπωση, ότι με σιγουριά, μίας ακατανόητης τελείως ανεξαρτησίας, μονάχα αυτοί προσβλέπανε στο μέλλον μακριά, πολύ μακριά, συνέχεια. Αν και το βλέμμα τους ήτανε άδειο από την πείνα εντελώς, εν τούτοις ξύπνιο εντελώς και πλούσιο σου φάνταζε μες στη ψυχή τους το κουράγιο˙ κι ακαταμάχητο μπροστά να ‘ναι σαν πέταγμα αητού, ψηλά μέσα στα αιθέρια, το παραπέρα, το όραμά τους. Και όλο παραδόξως, λες και σ’ αλόγων ράχες, καλπάζοντας περήφανα, ολοένα πιο μακρύτερα τους πήγαινε, στα μάτια σου, το θάρρος τους συνέχεια, απ’ όσα η κατάντια προσωρινά τους έκλεινε μες σ’ ένα εμποδισμένο, μονάχα πρόσκαιρα, ορίζοντα να δούνε. Μάλλον αποτελούσανε αυτοί τους πιο νεότερους και ως απ’ αυτό στα σίγουρα τους πιο φιλόδοξους και πιο ονειροπαρμένους. Άρα, μα και γι’ αυτό, τους πλέον τολμηρούς; Ή και στο κάτω, κάτω της γραφής κάποιους, που κάποιοι συγγενείς τους σε κάποιο μέρος της Ευρώπης, μαζεύοντας το υστέρημα τους, θα φρόντιζαν κάποια στιγμή να τους διευκολύνουν στη ξέφρενη πορεία τους προς τους παράδεισους της Δύσης. Μέσα στον κόσμο τους χωμένοι οι δεύτεροι παράξενα κινούμενοι συνέχεια το ίδιο επάνω, κάτω στην έρμη την πλατεία, κρατούσαν με ευλάβεια μες στη παλάμη τους χωμένα μικρά, φθαρμένα κείμενα, που ήταν μάλλον ιερά˙ κι αποστηθίζανε διαρκώς στοίχους απ’ το Κοράνιο. Αλλιώτικοι στα σίγουρα ετούτοι από τους άλλους, έδειχναν λες και να ‘ταν από το πλήθος, όλων των άλλων, πέρα για πέρα ξεκομμένοι εντελώς. Σαν τα φτερά στον άνεμο έδειχναν να πετούσαν τούτοι. Ανάλαφρα αραχνοΰφαντα φτερά στον άνεμο απλωμένα, έμοιαζαν τούτοι όμορφοι, μακριά από το γήινο το κόσμο˙ και σαν από κρυφή εγκαρτέρηση παράλογα ανθεκτική στον πόνο, με πρόσωπα που αστραποβολούσαν, τελείως ήρεμοι και απαθείς, αφοσιωμένοι εντελώς σε νεύματα αόρατα, έμοιαζαν να αναζητούν, εκλιπαρώντας λες, πίσω από σύννεφα βαριά, ίχνη ελάχιστου φωτός σ’ ένα περίκλειστο και πετρωμένο εμπρός τους ουρανό. Οι τρίτοι, οι τελευταίοι, τελειωμένοι σίγουρα, δεν έμεναν αμίλητοι, αφοσιωμένοι εντελώς στα τρίσβαθα του χάους της ψυχής τους, δεν διάβαζαν με προσοχή σούρες απ’ το Κοράνιο και δεν προσεύχονταν γονατιστοί σ’ ένα θεόκουφο Θεό. Τελείως απομονωμένοι, όρθιοι αν και λυγισμένοι ολότελα, σέρνονταν πάνω κάτω˙ και φανερά εντελώς παραμιλούσανε συνέχεια, χειρονομώντας σύγχρονα τελείως παλαβά. Υπάρξεις, έτσι έδειχναν, διαγραμμένες καθαρά απ’ τα κιτάπια της ζωής. Χρεοκοπημένες εντελώς ανθρώπινες υπάρξεις, αν κάτι τούτοι δήλωναν ξεκάθαρα παντού, σ’ όλο το φάσμα του ορατού και σ’ όλες τις αισθήσεις, ήταν το απλούστερο και το αυτονόητο αυτό, το ότι δηλαδή η απελπισία τους βαθιά κι ανυποχώρητη τελείως είχε εξαντλήσει ολότελα και πλέον και οριστικά, στον τόπο εδώ του μαρτυρίου, τα όρια της ζωής τους. Έτσι περίπου, πάνω, κάτω, γι’ όλους αυτούς που επέζησαν, γιατί πολλοί πεθάνανε, κι εκ των υστέρων βέβαια, ίδια ακριβώς αργά, αργά πέρασε η άνοιξη νωθρή˙ κι ακόμη πιο χειρότερα, σταματημένο εντελώς, τελείως βραδυκίνητο μέσα στη μπόχα και μες σε καύσωνα πρωτοφανή, πέρασε και το καλοκαίρι. Μα κι έπειτα το ίδιο ετούτοι κολλημένοι εκεί, χωρίς τα βάσανά γι’ αυτούς τελειωμό να δείχνουν, έφθασαν τα χειρότερα με τον χειμώνα, άγριος, που ‘χε ενσκήψει. Η βαρυχειμωνιά του 98 ήταν απ’ τις χειρότερες τα τελευταία χρόνια. Πρώτη φορά στα χρονικά της πόλης, δυο συνεχή μερόβραδα, εκείνο το Δεκέμβρη, το χιόνι, αδιάκοπο στο κέντρο της Αθήνας, δεν έλεγε να σταματήσει. Παρατημένοι εντελώς από την ξένη κοινωνία μέσα στο καταχείμωνο στο έλεος της μοίρας του σφίγγοντας δόντια και καρδιά κι μ’ αδρανή, ωσάν νεκρά μες στα ισχνά κορμιά τους, τα αδειανά στομάχια τους, συνέχιζαν ίδια απαθείς να παραμένουν, τελείως απομονωμένοι, σε συνεχή εξαθλίωσή επάνω στη Πλατεία. Παράξενα εντελώς κι αυτές τις τελευταίες μέρες, μες στην απελπισία τους, το ίδιο άπραγοι και τώρα, κι ενώ ο καιρός αγρίευε διαρκώς και περισσότερο, χωρίς να προκαλούν κανένα, ευγενικοί, δίχως να ζητιανεύουν, κι ίσως και το χειρότερο, μη έχοντας αλλού κάπου καλύτερα να πάνε, επέμεναν να μένουνε στον ίδιο τούτο τον υπαίθριο χώρο, εκτεθειμένοι άσχημα στον επικίνδυνο καιρό επάνω στη στρωμένη, τώρα για τα καλά, με παγωμένο χιόνι Πλατεία Κουμουνδούρου. Όμως, χειρότερα από τις άλλες, τις δύο τις προηγούμενες τις μέρες, καθώς αγριεμένος ο καιρός έφθασε στ’ απροχώρητο, σαν κοίταζες ολόγυρα με θλίψη το τοπίο, πέρα απ’ το χιόνι το πυκνό αφουγκραζόσουν ύπουλη και μία νέκρας σιωπή, που κούρνιαζε απειλητική σ’ ολόκληρο το τόπο. Το μόνο που σε ξάφνιαζε, ήταν που λες στα ξαφνικά τώρα αφιλόξενη εντελώς, πλέον νεκρή τελείως, εκείνη η πλατεία έδειχνε επιφανειακά σε πρώτη θέασή της όλο και πιο αγριεμένη όλο και πιο απόκοσμη. Σαν στοιχειωμένος τόπος, η δόλια η πλατεία, λες, και σ’ ασυνέχειας την συνέχεια, στα αιφνίδια μοναχική έμοιαζε πια πανέρημη και εγκαταλειμμένη απ’ όλους τούτους τους ανθρώπους. Έμοιαζε, λες και ξαφνικά, κάποια στιγμή απότομα να ‘χε η γη ανοίξει και τους κατάπιε αύτανδρους τούτους τους άμοιρους ανθρώπους˙ μια και σπανίως τώρα πια, αριά και που τους έβλεπες στο ύπαιθρο να εκτίθενται και να κυκλοφορούν. Σαν τα ποντίκια τρυπωμένοι μέσα σε μία φάκα, έμεναν όλη μέρα, με το μισό τους το κορμί, κι όχι καλά προφυλαγμένο, μέσα σε μουσκεμένες απ’ το χιονόβροχο σκηνές -ενός ατόμου τσίμα, τσίμα,- από χαρτόκουτα φτιαγμένες, που κάθε μέρα μάζευαν από τα γύρω μαγαζιά. Τώρα συνέχεια η πλατεία, μακάβριος τόπος έμοιαζε μέσα στο χιόνι σκεπασμένη. Και μόνη ένδειξη ζωής έδιναν, κράζοντας διαρκώς, κάμποσες μαύρες κάργιες, που και αυτές το ίδιο φοβισμένες, μέσα στην γκρίζα ατμόσφαιρα, θέλοντας να προφυλαχτούν απ’ τη κακοκαιρία, πετάγανε ανήσυχες, και βιαστικές φωλιάζανε μέσα στις γύρω στέγες. Σαν ένα ξεχασμένο απόμακρο, ακριτικό χωριό μας˙ που ο καιρός το στοίχειωσε, κι οι επανωτές οι δύσκολες οι μέρες, και που το ερήμωσε στα ξαφνικά σα σάβανο το χιόνι, θα ‘μοιαζε τώρα ο μαχαλάς τους, αν μέσα στη σιωπή και την ακινησία, που άπλωνε άγρια και θυμωμένη η παγωνιά, στα πάντα εκεί τριγύρω, δεν ακουγότανε συχνά, κι αυτό όλη τη μέρα συνεχώς, μοναχική, κρυστάλλινη, παραπονιάρικη η φωνή κάποιου νεαρού ανατολίτη. Κελάηδημα λες και θλιμμένου αηδονιού, ενός αοιδού εξαίσιου της πίκρας και της μοναξιάς άπλωνε μες στο τίποτα, Ζωής η δύναμη η κρυφή μες σ’ ένα αναστάσιμο ερωτικό τραγούδι˙ που τραγουδώντας θριαμβικά, ένας αμετανόητος καστράτος, ήτανε σαν και να ένωνε με το τραγούδι του αυτό νταλκάδες ταπεινούς κι όνειρα αχρωμάτιστα, μνήμες κι ελπίδες και παλιές, πίσω στο τόπο τους, ευνουχισμένες μεν, αλλά αξέχαστες αγάπες. « Γιαμπίμπι.. Γιαμπίμπι ..Γιαχαμπίμπι..» Ναι τόπος θα ’μοιαζε θανάτου στα σίγουρα τούτες τις μέρες η πλατεία, αν το τραγούδι ενός νεαρού συχνά πυκνά κι ακούραστα, μες απ’ τα μουδιασμένα τα βάθια της ψυχής του, σαν προσευχή παρήγορο και σαν καημός αγιάτρευτος, δεν έβγαινε καυτό, τον παγωμένο εκείνο τόπο, κρανίου τόπο αληθινό, σαν ήλιος να ζεστάνει. Έτσι ακριβώς, μ’ αυτά, σε τόπο που μας πλήγωνε είχε ξανά μετατραπεί, όπως κι άλλες φορές στο παρελθόν από ανάλογες Ελλήνων περιθωριακών δραματικές σκηνές, κείνες τις μέρες η Πλατεία. Κι άνετα βολεμένοι, δυο μέτρα παρακάτω, μες στα ζεστά μας σπίτια, οι ντόπιοι εμείς οι Ελληναράδες, σαν αδειανές ψυχές, χλιαρά θα απολαμβάναμε τον πόνο και το πρόβλημα ετούτων των ανθρώπων, αν μέσα από ένα ονειρικό, νοσταλγικό, ερωτικά εξαίσιο τραγούδι, κείνος ο γενναιόδωρος ο νεαρός, καλή του ώρα όπου και να ‘ναι, ίδιος σαν μαγικό απ’ το παράδεισο πουλί πάνω στις πλάτες του δεμένους δεν μας ταξίδευε ψηλά, αργά, αργά κι ανάλαφρα, μακάριους μακριά σε άλλους τόπους να μας πάει. Σε τόπους μακρινούς, πιο αγνότερους, απ’ όσους ζούσαμε ως τώρα, μας τράβαγε σιγά, σιγά μ’ εκείνο το τραγούδι του, και τρυφερά μας πήγαινε σαν μέσα σ’ αγκαλιά Έλληνα πλάνου εραστή, μέχρις εκεί που το αχανές, το άπειρο με γλύκα έσβηνε απαλά κι έκλεινε λίγο, λίγο σε ύπνο ειρηνικό τα μέσα σε παντοτινή νύστα, ανώφελα αλυτρωτική, ψευτομακαριότητας ένοχα βλέφαρά μας. Εκεί, απάνω στην Πλατεία, πόση η σοφία στη καρδιά˙ και πόση η αντοχή μέσα στο δόλιο το μυαλό του κάθε έρμου Ανατολίτη, του κάθε πρόσφυγα, εντός κι εκτός τειχών, από το ίδιο του το τόπο! Εδώ, δυο βήματα τριγύρω, τόσο κοντά απ’ τον Παρθενώνα˙ και μέσα σε πολίτευμα δημοκρατίας μόνο λόγων˙ η αθλιότητα της σιγουριάς το ίδιο παραμένει, ίδια, ψυχρή και αδιάφορη, κι ανάλλαγη εντελώς χιλιάδες χρόνια τώρα. Το πέρα βρέχει ο Θεός, στο τόπο αυτό, που λέγεται και εννοείται πρακτικά τόσους παλιούς αιώνες, πάντοτε στάσιμο εντελώς, το ίδιο παραμένει, μέσα στο μεγαλείο του και μέσα στην ασχήμια του, ένοχα περιτυλιγμένο στα ευτελή χρυσόκουτα της γενικής, όλων μας, της υποκρισίας. Από το τόπο εδώ, την ίδια ώρα ακριβώς, στο κέντρο του πολιτισμού και της ανθρώπινης της Ιστορίας, οι μυρουδιές ακαθαρσίας κι ούρων ήταν διάχυτες παντού. Χλιαρές συνέχεια πετώντας μέσα στον κρύο αέρα, σιγά, σιγά πλησίαζαν, μέσα απ’ ατμούς γλαυκούς, μ’ οσμή θειαφιού κι οξύτητα ανόθευτου βιτριολιού, μέχρι που ‘φθαναν στην Ομόνοια. Μέχρι που ’φθαναν ύπουλα μα όχι κι αδιόρατα και στων ανθρώπων την ομόνοια! Τώρα ακόμα κι η αθωότητα στο τόπο αυτό κατάνταγε μεγάλη αμαρτία! Όχι πολύ μακριά απ’ την Πλατεία Κουμουνδούρου, λιγάκι παρακάτω, την ίδια εκείνη τη στιγμή χαριεντιζόμενη σαχλά, πανάρχαια μπεμπέκα στα γιορτινά της στολισμένη όλη η υπόλοιπη η πόλη˙ σ’ όλο το κέντρο της και μέχρι ένα γύρω μεγάλο από το Σύνταγμα, σα πόρνη πολυτέλειας, ήδη βαφότανε στην γερασμένη όψη της με έκπαγλες μπογιές, και με πανάκριβη νωχέλεια ώρες παρφουμαρίζονταν, μπροστά απ’ το καθρέφτη της, σπάταλα αλείφοντας το μαραμένο της κορμί μ’ αρώματα απληστίας, λίγδας και καυσαέριου˙ και κάπου, κάπου ανάμεσα ποτίζοντας σκληρό το τσιτωμένο δέρμα της μ’ ευγενικές οσμές, από χλιαρές, συγκρατημένες, τσιριχτές κλανιές, που φουσκωμένες μπάκες και κώλοι τουρλωμένοι φίλων, αστών του δήμου της, ξεχειλωμένοι εντελώς έβγαζαν παιανίζοντας θριαμβικά, σαν σάλπιγγες και κύμβαλα αλαλάζοντα, μπροστά στην ομορφιά της. Άψογη και λαμπρή, σαν καθαρίστρια οικιακή σε σπίτι μεγαλοαστικό, περήφανη σε απαστράπτον περιβάλλον, που πήρε άριστα σ’ όλα τα σεμινάρια και σ’ όλες τις πιο πρόσφατες τις εξετάσεις της Ε.Ο.Κ, και μες σ’ ατμόσφαιρα Ευρωπαϊκού θριάμβου, σε Show γριάς καμπαρετζούς τα ρέστα της βιαζότανε να δώσει τότε η πολιτεία. Από καιρό προετοιμαζόμενο έτσι καλά, μ’ όλα τα σφουγγαρόπανά του, περιχαρές κι αστραφτερό μέσα στα χάλια του και μέσα στις μπογιές του, το αμερικανοποιημένο City έτοιμο τώρα ήτανε, να υποδεχτεί λαμπρά, από πολύ νωρίς, περίπου σ’ ένα χρόνο, περίλαμπρο στην απονιά και στην αλόγιστη σπατάλη του μόχθου του ανθρώπινου, το προσεχές Ρωμαϊκό MILLENNIUM. Πάνω στην ίδια τη πλατεία δυο άνθρωποι, ανόμοιοι ανάμεσα απ’ τους Κούρδους, κείνη την ίδια αχάριστη εποχή, ξημεροβράδιαζαν επίσης πάνω στα ίδια πάντοτε του πάρκου τα παγκάκια. Σ’ απόσταση αναπνοής από τους δόλιους ξένους κι από πολύ καιρό πιο πριν, ίδια κι αυτοί εκτεθειμένοι στο ύπαιθρο και στις κακές συνθήκες του, καθημερνά, δύο γερόντια Έλληνες μοιράζονταν τη τύχη τους, μα όχι και τα όνειρά τους` μια και ετούτοι πλέον από την κόλαση που ζούσαν διευκολύνσεις διαφυγής, μες στα κακά γεράματα, με σιγουριά το δείχνανε πως δεν μπορούσανε να έχουν. Ο Αλέξης γιος του άστατου Χαράλαμπου Ραζή και της ωραίας Αφροδίτης, κι έγγονος της Ελένης -κόρης του άρχοντα Ραζή,- φθάνοντας στα πενήντα πέντε του, κι αφού μία ολόκληρη ζωή είχε προηγούμενα αγωνιστεί, με τρόπο ανθρώπινο, κοινωνικά κάποια στιγμή κάπου κι αυτός ν’ ανέβει, το μόνο που κατάφερε ήταν απότομα στο τέλος, ανώνυμος τελείως, άστεγος μόνιμα να καταντήσει υπαίθριος κάτοικος των παγκακιών του κέντρου της Αθήνας˙ και οριζόντιος ρεμβαστής των πέντε αστέρων του ουρανού της. Από εκεί και πέρα αδιάφορος τελείως, γι’ ότι κι αν του συνέβαινε, μες στη κατάντια του την τωρινή, δίχως να πούμε και μ’ αυτό να τη διασκεδάζει, παράξενα εν τούτοις έδειχνε ολοφάνερα πως η κατάσταση αυτή δεν τον πονούσε ιδιαιτέρως. Δίχως να έχει πωρωθεί είχε λυγίσει πλήρως. Αυτό το τελευταίο με ευκολία έφθανε να το παραδεχτεί, όταν λίγες φορές η σκέψη του, τώρα πανέρημη εντελώς, γυρνούσε κάπου, κάπου μοναδικά προσηλωμένη στο μακρινό του παρελθόν κι ανασκοπούσε βάναυσα με συγκατάβαση ειρωνική όλη τη περιπέτεια της προηγούμενης ζωής του. Εδώ που είχε φθάσει σιγά, σιγά είχε αμετάκλητα προλάβει ν’ απορρίψει, γι’ όσο του έμενε υπόλοιπο να ζει, όνειρα ανθρώπων ταπεινά και ελπίδες ανερμάτιστες, που ουδέποτε φτουράνε. Εξάλλου αυτό το τελευταίο έτσι ακριβώς, τουλάχιστον σ’ αυτόν, αδιαμφισβήτητα και πάνω στο πετσί του, από τα πράγματα κι έτσι που εξελίχτηκαν, είχε ολότελα αποδειχτεί. Εν τέλει οριστικά κι έτσι καλά συμβιβασμένος στη κατρακύλα πλέον, μέσα από γρήγορη προσαρμογή, δέχτηκε την κατάσταση˙ κι έκατσε τώρα ήσυχος και από εκεί και πέρα, ξεθυμασμένος πια, σα κλώσα ετοιμόγεννη επάνω στα αυγά της, επάνω στο παγκάκι του. Στο περιβάλλον της πλατείας έφθασε κι άραξε, ο Αλέξης, οριστικά το 1994. Πρωταρχικά μπορεί σ’ αυτή του την απόφαση ρόλο να είχε παίξει μία μεγάλη επιγραφή, που εύκολα διαβάζονταν ακόμη κι από μακριά, στο ξέφωτο απέναντι απ’ τη πλατεία ακριβώς˙ γραμμένη ανορθόγραφα, πάνω σε ένα απ’ τους πολλούς τους μισογκρεμισμένους τοίχους, του άχρηστου -μισό αιώνα πριν- διατηρητέου Γυμνασίου. «ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ ΣΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΜΑΣ ΞΕΝΟΥΣ. ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΟΙ. ΕΔΩ ΖΟΥΝΕ ΜΟΝΑΧΑ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΑΠ ΤΑ ΔΕΣΜΑ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ!» Έγραφε μεγαλόστομα εκείνη η επιγραφή με μαύρα γράμματα χοντρά. Ξένος στη γειτονιά μπορεί και να ’ταν ο Αλέξης, όμως εκείνο τον καιρό, επάνω και στον πρώτο του τον ενθουσιασμό, νοιώθοντας λεύτερος πως είναι, πήρε την βίζα εύκολα από τον εαυτό του, και λεύτερα, από τους λεύτερους της γειτονιάς των ξιπασμένων αναισθήτων, εγκαταστάθηκε εκεί και μάλιστα μονίμως. Περιεργείας άξιο στα σίγουρα θα είναι˙ το πώς, σε κάποια του στιγμή, φθάνει ένας άνθρωπος απλός, που αγωνίστηκε πολύ για ν’ αποκτήσει πνεύμα, κάποιες ανέσεις αστικές και μια οικογένεια αγαπημένη, να ’χει για στέγη του τον ουρανό, βρέξει χιονίσει, στο λιοπύρι; Χιλιάδες λόγοι υπάρχουνε, που αναπάντεχα μπορεί, μα όχι κι αναπόφευκτα, κάποτε να σε βγάλουνε στο δρόμο, απ’ έξω εντελώς, απ’ των ανθρώπων το μαντρί. Κι άλλοι απ’ αυτούς είναι πασίγνωστοί σε όλους˙ κι εύκολα εξηγούνται από καρδιά ή και μυαλό, ακόμη κι από ψυχιάτρους. Μα είναι κι άλλοι, οι πιο πολλοί, που λίγοι τους καταλαβαίνουν. Πάντως και ανεξάρτητα από ποικίλες εξηγήσεις σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις, στο κατρακύλισμα αυτό, που φθάνουν τέτοιοι άσωτοι, σαν του ευαγγελίου υιοί, συνήθως άφεση αμαρτιών απ’ το ανθρώπινο το δίκιο παίρνουν μοναχά εκείνοι, απ’ αυτούς, που δείχνουν μεταμέλεια. Τούτους οι άνθρωποι τους ονομάζουν υγιείς. Οι διάφοροι τσοπάνηδες, εντολοδόχοι του θεού, συνήθεις μεσολαβητές στα θεϊκά τα αλισβερίσια, απ’ τους σωρούς των πλανεμένων, μονάχα εκείνους συγχωρούν, που ικέτες επιστρέφουνε, παρακαλώντας πως και πώς, να τους δοθεί η άδεια να ξαναμπούνε στο μαντρί. Επίγειος παράδεισος φαίνεται να ‘ναι η στρούγκα. Κυρίως η υποκρισία που μέσα της φτουράει η ανθρώπινη απαξία!

ΑΡΝΗΣΗ

Στο περιγιάλι το κρυφό

κι άσπρο σαν περιστέρι

διψάσαμε το μεσημέρι·

μα το νερό γλυφό।


Πάνω στην άμμο την ξανθή

γράψαμε τ’ όνομά της·

ωραία που φύσηξεν ο μπάτης

και σβύστηκε η γραφή।


Mε τι καρδιά,

με τι πνοή,

τι πόθους και τι πάθος,

πήραμε τη ζωή μας·

λάθος! κι αλλάξαμε ζωή।

ΣΕΦΕΡΗΣ

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΝΤΟΠΙΟΙ ΚΑΙ ΞΕΝΟΙ...

Μες στης υποκρισίας όλα χωράνε στο μαντρί, ακόμη και το έγκλημα ανθρώπου κατά ανθρώπου, αρκεί το σύστημα να ευημερεί κι όλα να τα ‘χει ιδανικά κι αρκούντως βολεμένα γι όλους τους βολεμένους। Όλα χωράνε στο μαντρί ακόμη κι οι καταχραστές κι οι βιαστές ακόμη, φύσης, ψυχών και σώματος, αρκεί στα φανερά όλα να μοιάζουν άγια, τι κι αν στο βάθος τους βρωμάνε! Τα πάντα εδώ επαφίενται στον ποιμενάρχη που είναι ο νόμος। Όμως αυτός ο νόμος που αδίστακτοι πάντοτε γράφουνε του κόσμου οι ισχυροί. Πάντως ο δόλιος ο Αλέξης δεν ξέκοψε απ’ το μαντρί ούτε γιατί ήταν δολοφόνος ούτε γιατί ήτανε καταχραστής. Αντίθετα˙ κι εν σχέσει προς τα άλλα της στάνης του τα πρόβατα˙ έντιμος πάντοτε υπήρξε, αν κι αγαθός στη πίστη του, αν το καλοσκεφτείς ότι, παρ’ όλα αυτά, δύσκολα αλλάζουν οι ανθρώποι. Έτσι όμως που ήτανε πραγματικά έξυπνος αλλά κι αρκούντως γνώστης της φύσης των πραγμάτων, για τη φυγή του απ’ το μαντρί, όσο κι αν το ’ψαχνες καλά δεν είχε ανάγκη αυτός απ’ του τσοπάνου του τη δίκαια ή και την άδικη την κρίση. Αστεία ήταν και μικρά τα λάθη της ζωής του! Απλά κάποια στιγμή ξεχείλισε πιο πάνω κι απ τις τρίχες του έξω από αηδία το μυαλό του, και από εκεί και πέρα έβγαλε το καπέλο του, πέταξε τη γραβάτα του και ξέκοψε μακριά απ’ το ποίμνιο των ανθρώπων αράζοντας για τα καλά επάνω στη πλατεία. Έτσι κι αλλιώς είχε προλάβει το κακό καλά να το γνωρίσει στα τόσα χρόνια που ‘χε ζήσει. Το πότε ο λύκος θα ‘φθανε από εκεί και πέρα ήταν το ελάχιστο γι’ αυτόν που είχε σημασία. Για τους πολλούς έμοιαζε τώρα, ο Αλέξης, σαν και να ήτανε καταραμένος, και μάλιστα εκ γενετής εδώ να καταντήσει. Κάποιοι, ενδιάμεσοι βεβαίως, είναι κι αυτό αληθινό, μάταια είχαν προσπαθήσει κάποιες ελάχιστες φορές να του αλλάξουνε μυαλά. Μα εκείνος αμετάπειστος, έτσι που κύλησαν τα χρόνια, πλέον σοφότερος με τον καιρό, δύσκολα πια γινότανε έστω και λίγο να πιστέψει στα τετριμμένα αιώνια ανθρώπινα τερτίπια φιλανθρωπίας και αγάπης. Αμετανόητος ο Αλέξης, ο Ραζής, πάνω στα βρώμικα παγκάκια του κέντρου της Αθήνας βίωνε πέντε χρόνια τους μακρινούς χειμώνες του, τις άνοιξες, και τα καυτά, τα ανυπόφορα τα καλοκαίρια˙ δίχως σεκλέτια και καημούς κι άσκοπες μεταμέλειες για τα μικρά τα λάθη του. Ως είναι φυσικό τούτα τα πέντε χρόνια, γνήσιας και πλέον συστηματικής και με πεποίθηση αλητείας, κάποια στιγμή, αργότερα έφθασαν και περίσσεψαν στο τέλος και τον άδειασαν, από τα μέσα του εντελώς, ως προς αυτό που είχε πριν υπάρξει. Από εκεί και πέρα˙ έτσι διασχίζοντας σβησμένος και ψυχρός την φλογισμένη του την ερημιά, ελεύθερος από αιτίες μπερδεμένες και δισεπίλυτα αιτιατά˙ που οι νόμοι, αγκυλωμένοι αιώνια με ηθική σαν λάστιχο, ουδέποτε τα λύνουν˙ έγινε και κατάλαβε το πιο απλό απ’ τα μυστικά της μοίρας του ανθρώπου, ήτοι αυτό, καθεαυτό το τελικό αδιέξοδο, το μόνο τελικά και αυταπόδεικτα αληθινό, την ίδια δηλαδή τ’ ανθρώπου την μικρότητα και την απύθμενη, στο τελικό το αποτέλεσμα της, τη ματαιότητά του επωνύμου εγώ του. Μετά και απ’ αυτό συμμαζωμένος σαν κουβάρι δεν είχε άλλη επιλογή, πέρα από το άραγμά του, όταν το εύρισκε αδειανό, πάνω στο ίδιο πάντοτε το ξύλινο παγκάκι. Ώρες πολλές κι ατέλειωτες πάνω σ’ αυτό, συχνά αναπαμένος, φιλοσοφώντας κάπου, κάπου, συνειδητά κατάλαβε, πως τίποτα δεν χάνεται από το παρελθόν. Αντίθετα ξεδιάλυνε πως όλα τα ανάποδα και τα στραβά και τ’ άσχετα, τα πέρα κι απ’ τη βούλησή μας, τα όσα δηλαδή η κληρονομικότητα με πείσμα μουλαριού ποτέ της δεν τα λησμονά, μηδέ τα συμψηφίζει, έρχεται πάντα η στιγμή, που πόντο με το πόντο πάλι και πάλι τα μετρά σε κάθε νέα γενεά και τα φορτώνει απάνω της σαν παρακαταθήκη. Στα συμπεράσματα αυτά λιγάκι πριν εκτιναχθεί στον τόπο ετούτο εδώ, είχε ο Αλέξης βοηθηθεί, αν και με καθυστέρηση, κοντά στο τέλος της ζωής του. Και μάλιστα το καταπληκτικό, μέσα ετούτο έγινε από τις λεπτομέρειες, που είχε μάθει τελικά, απ’ όλα τα όσα αφορούσαν τριών γενιών Ραζέϊκων λάθη κι αμέτρητες βρωμιές. Μετά απ’ αυτά, κι έτσι ακριβώς εδώ που τώρα είχε φθάσει, πίστεψε επί πλέον πως απ’ τα λάθη των προηγούμενων δικών του γενεών, κι ιδιαιτέρως μάλιστα από των ίδιων του προγόνων την άκαμπτη αλαζονεία, αν κάτι θα τον διέσωζε ήταν μονάχα απ’ αυτόν τον ίδιο, η πληρωμή στο τίμημα, να ‘ναι κι αυτός ένας Ραζής, με σμίκρυνση να φτάσει στο ελάχιστο, μέχρι ταπείνωσης και εξαφανισμού του επωνύμου εγώ του. Έτσι λοιπόν σμικρύνοντας διαρκώς τον έρημο του εαυτό, και ζώντας όπως ζούσε τώρα, -βάναυσα και εντελώς αντισυμβατικά,- έφθασε να νομίζει, ότι ίσως κάποτε μπορούσε στο τέλος να εξαγνισθεί, να γίνει κάποτε και να γλιτώσει ολότελα από την αδιάκοπη, μες σ’ ένα αιώνα πριν, των επωνύμων του προγονών την αδηφάγα την κατάρα. Βεβαίως κι ήξερε, επί πλέον, το ότι, κανένα άνθρωπο, αν δεν το θέλει ο ίδιος, δεν τον γλιτώνουνε οι άλλοι. Έτσι το ίδιο πίστευε, ότι κανένας άνθρωπος δεν θα τον γλίτωνε κι αυτόν, αν πρώτα δεν τον γλίτωνε μόνον ο εαυτός του. Τότε, και μόνο τότε, του χρόνου τα μηνύματα θα ‘ταν ελεύθερα απ’ το παρελθόν κι αδέσμευτα απ’ τις ανάγκες του αύριο, για να τα κουμαντάρει και να τα πάει εκεί, που άξιζε να πάνε . Όσο ελεύθεροι και να νομίζουνε πως είναι οι ανθρώποι, φοβούμενοι συνέχεια κι οι ίδιοι για την τύχη τους, την δυστυχία την μισούν, όπου και να την συναντήσουν. Γι’ αυτό λοιπόν ξενέρωτοι, στα νύχια τους πατώντας την προσπερνούν με ευκολία΄ σαν και να είναι η ξορκισμένη αόρατη, αν και δυο βήματα κοντά της΄ σφαλίζοντας τα μάτια τους, αδιαφορούν γι αυτή και ευκόλως γίνεται να μην την βλέπουν! Είναι κι ετούτος ένας τρόπος κάθε στιγμή να μην αυτοκτονείς. Μ’ αυτό τον τρόπο ακριβώς γι όλους ανύπαρκτος ο Αλέξης, σαν και να ήτανε κι αυτός, γνωστός, μα ολότελα αγνοημένος απ’ όλους τους κατοίκους εκείνης της ελεύθερης, κατά τα άλλα, γειτονιάς, καθημερνά τον συναντούσες αδιαλείπτως στην πλατεία να κάνει τον αγώνα του μόνο και μόνο να επιζεί. Τελείως βρώμικος, λιγδιάρης, κουρελής, συνέχεια πεινασμένος, πρόωρα τώρα γερασμένος, το ‘δειχνε πια για τα καλά, με πρόσωπο χλωμό, αυλακωμένο από βαθιές και ρυπαρές ρυτίδες, μετέωρος και ριζωμένος στο άγνωστο διάβαινε τον καιρό του. Στη πάγια τούτη του λοιπόν την άσχημη κατάσταση κι έτσι διαρκώς ανάλλαγος όλες τις εποχές, και τούτη τη τυχαία μέρα -ένα Σαββάτο του Δεκέμβρη του 1998- ο Αλέξης ο Ραζής κάθονταν αδιάφορος και ανενόχλητος σχεδόν στις καιρικές συνθήκες, σ’ ένα απόμερο παγκάκι της χιονισμένης πρόσφατα πλατείας Κουμουνδούρου. Όμως, όσο κι αν τώρα πια ο Αλέξης να ‘δειχνε λες συνηθισμένος σ’ απάνθρωπες κι ακραίες καιρικές συνθήκες, ιδιαιτέρως σήμερα το κρύο ήταν τσουχτερό. Ίδιο φαρμάκι μούδιαζε τις γέρικες αρθρώσεις του, που ’τανε μαζεμένες σε στάση λες αμυντική, σαν να φοβότανε οι ίδιες μην σπάσουνε απ το χιονιά, ολότελα αλύγιστες, στη παγωνιά εκτεθειμένες. Δειλά, δειλά για την αρχή, και κάπου, κάπου στο καιρό, αλλά επί ματαίω εν τούτοις, με την ψυχρή ανάσα του χουχούλιαζε τα χέρια του. Είχε ξυπνήσει λίγο πριν, απ’ τον υπαίθριο ύπνο του, και νόμιζε ο ταλαίπωρος, ότι με το χουχούλιασμα αυτό ίσως μπορούσε ανέξοδα να ζεσταθεί λιγάκι. Άδικος κόπος όμως. Γι’ αυτό κι αφ’ ότου γρήγορα τ’ άσκοπο της προσπάθειας το εννόησε για τα καλά, ξυπνώντας πια τελείως, έπαψε πια και με αυτό να απασχολείται΄ κι έβγαλε απ’ το νου του ολότελα, όπως συχνά συνήθιζε να κάνει εδώ και πέντε χρόνια, το κάθε τι το άσχημο που ‘φθανε να τον ενοχλεί. Άρχισε αμέσως έπειτα κι απ’ αυτή την πάγια του προσαρμογή, ήρεμα πια και απερίσκεπτος, σαν κουρδισμένος, να μονολογεί. Πολλές φορές μονολογούσε, μα τώρα που τουρτούριζε έμοιαζε η φωνή του κυρίως μ’ αγκομαχητό. «Ωχ॥ Ωχ॥ Σήμερα θα πεθάνουμε απ’ το πολύ το κρύο!.. Κι έπειτα τι να γίνει!.. Τι φταίει ο καιρός!» Είπε δυο τρις φορές περίπου απαθής, λες κι επαναπαυμένος μόνο απ’ τον ήχο της φωνής του κι όχι απ’ των ίδιων του των λόγων το αγχώδες νόημα τους. Μα ύστερα από λίγο και πάλι ηρεμούσε, μετά από τ’ αστεία ωσάν και κλόουν αλματάκια που ‘κανε, ας πούμε από φιλότιμο, επί κρυσταλλιασμένου τόπου, κοιτώντας πάντα στα κλεφτά με φευγαλέο αίσθημα πικρής παρηγοριάς, τελείως πονηρά μ’ αξιοπρέπεια λιγούρη, τις παρακάτω διάσπαρτες, σ’ όλο το κέντρο της πλατείας, όλο καπνό φωτιές. Φωτιές που οι Κούρδοι είχαν ανάψει με χαρτόνια, και λίγες εύφλεκτες πολύ λεπτές σανίδες, από κλεμμένα ξύλινα κιβώτια μεταφοράς, -ποιος οίδε ποιών παράξενων της κατανάλωσης άχρηστων αγαθών,- άδικα οι ίδιοι οι αφελείς να περιμένουν, πάνω τους πέφτοντας σχεδόν, μπας και λιγάκι ζεσταθούνε. «Που να με πάρει ο διάολος το κρύο το φοβάμαι! Πάντα φοβόμουνα το κρύο! Αλλά και τι μ’ αυτό! Πάντοτε έτσι ήμουνα κι όλα με φόβιζαν από παιδί. Από μικρός, θυμάμαι, φοβόμουν την ανέχεια, και την αντίδραση, γεμάτη ανησυχία, της μάνας μου σ’ αυτήν. Κι έπειτα σαν πήρα και μεγάλωσα πάντοτε ένοιωθα δειλός. Το μέλλον μου για προκοπή φοβόμουνα. Αργότερα, άμα και πρόκοψα λιγάκι΄ κι αφού, γαμώτο μου, παντρεύτηκα μικρός, ολόιδια παιδευόμουνα, συνέχεια τα βράδια, σκεπτόμενος πολλές φορές το μέλλον της αγάπης μου για την γυναίκα μου, την Εριφύλη, που από παιδί είχα λατρέψει τόσο. Το μέλλον των παιδιών μου, στην σκέψη μου επίσης, ήτανε το μαρτύριο μου. Πάντα φοβόμουνα το κάθε τι. Το παρελθόν ολόκληρο μ’ είχε μπολιάσει με το φόβο. Έτσι που αυτό ακόμα και το τώρα, όσο κι αν το προστάτευα με λογισμών άυπνες λες παραπλανήσεις, σαν επανάληψη μοιραία, ίδια με φόβου όχημα οδήγαγε στο αύριο το ίδιο το φορτίο που ‘χε απ’ το χθες μέχρι σκασμού επάνω του τελείως φορτωθεί . Άλλες φορές, σε νύχτες δίχως τελειωμό, πόσο το μέλλον γενικά τούτου του τόπου του άμοιρου δεν έρχονταν να με παιδέψει. Τόσα και τόσα τα κακά που από ανέκαθεν περνάει! Όλα με παίδευαν θυμάμαι. Κι άραγε γλίτωσα επιτέλους;

No comments: