Monday, September 27, 2010


Καλό σας βράδυ φίλοι και φίλες η επιστολή απευθύνθηκε σε μια καλή μου φίλη που μου είπε ότι η σκέψη μου την συμφιλιώνει.



Αν πράγματι... συμφιλιώνεσαι με αυτό το λίγο.... ο πόνος δεν ξεσκίζει το μυαλό, γίνεται λόγος, λόγος ζωής, άστο το λόγο Τέχνης... μπορείς όχι να συμβιβάζεσαι μα να οδηγείς την ίδια την Ζωή σου, όχι και κατ' ανάγκη σ' αυτό που οι (άλλοι) εννοούν καλό ή κακό, σωστό ή λάθος, αλλά στην ίδια την Ευθύνη, που έχεις, τόσο ως στάση στην Ζωή, όταν κάποια στιγμή την σεβαστείς, μια κι οπωσδήποτε τ' αξίζει αυτό, τόσο κι όταν εν τέλει την γνωρίσεις, μη παίρνοντας την πλέον, έτσι στο γενικά κι αόριστα, ουδέποτε πιά σαν δεδομένη, ( συνηθισμένη). Ναι το πιστεύω και εγώ αυτό, πως μία σκέψη ενός ανθρώπου˙ ενός ανθρώπου που κάποτε απεφάσισε, καλά προετοιμασμένος, να βγάλει έξω την αλήθεια, πάντοτε βοηθάει και τους υπόλοιπους ανθρώπους, να ψάχνουνε τον εαυτό τους προς τα εκεί, που πράγματι κυρίως είναι, όχι η μια η αλήθεια, αλλά το σύνολο της˙ που εν τέλει να 'σαι βέβαιη μόνο η έλλειψη του, μέσα στον Κόσμο ολόκληρο, είναι αυτό που αληθινά και μας πληγώνει... Αυτό, που οι (άλλοι), δυστυχώς, βαριούνται, φοβούνται , το μισούν, ή και ακόμη δεν το καταλαβαίνουν, αλλά με ευκολία όμως το εκμεταλλεύονται μονάχα. Και τι κερδίζουν, θα μου πεις; Μάντεψε....Την στασιμότητα μονάχα διαχρονικά, αυτή που τους βολεύει και δυστυχώς και την εκδίκηση στην ίδια την Ζωή, μια και το πάθος τους γι αυτή, είναι μονάχα η συνήθεια, χαμένοι μια για πάντα, μια και δεν φρόντισαν ποτέ, μια και δεν τόλμησαν ποτέ, πανέμορφη όπως και εαν την Δεις, να την κοιτάξουνε κατάματα, και έστω ακόμη και για λίγο, σ’ όλη της την Αλήθεια , έκθαμβοι να θαυμάσουνε σε κάθε λεπτομέρεια την όλη της την Ομορφιά... Τούτα τα λόγια κάποτε μου τα 'χε πει ένας ωραίος φίλος... Φίλος που έφυγε απ' τη Ζωή στα 33 χρόνια του... Με πήρε νύχτα από την Νέα Υόρκη για να μου πει, Με συγχωρείς; λίγο προτού να ταξιδέψει... Η απάντηση μου, τώρα το ξέρω κι είμαι σίγουρος πως του αλάφρυνε το φόβο..... Θα τα λέμε!!!! Ίσως αργότερα, κάποια στιγμή να το δημοσιεύσω, όχι με τ’ όνομα σου, αλλά με άλλη μορφή… Έχω την μανία να πιστεύω ότι, όσα περισσότερα βλέπουν, ακουν οι άνθρωποι τόσο καλύτερο , γι όλους είναι τελικά!!! Και τ’ αγαπώ το σύνολο μια κι όλοι μαζύ μονάχα αυτό αποτελούμαι…!!! Το ελάχιστο για όλη τη Ζωή… Κι όπου κι αν Ταξιδεύει Αυτή, εν Ειρήνη , Ομορφιά, Αλήθεια, Κατανόηση περισσότερη από τις αντοχές μας, και Ομόνοια και εν τέλει και Αγάπη. Μονάχα αυτά τα ελάχιστα ζητάει η Ζωή για το μεγάλο Θαύμα της να μας φοροαπαλλάσει απ’ τον Μεγάλο Αδελφό της τον Προαιώνιο το Φόβο!!!! Ο Αείμνηστος Κώστας Μανωλκίδης, μεγάλος δάσκαλος μου στην Χημεία, μετέφερε το σπουδαίο απόφθεγμα του Δημοκρίτου νομίζω, αν δεν με απατά η μνήμη στην ακρίβεια ορθογραφική και νοηματική, στις πολύτιμες σημειώσεις του της τότε εποχής μου. Ουδέν εκ του μηδενός γίγνεται, ουδέν εις το μηδέν απόλλυται, γίγνεσθαι δε και απόλλυσθαι το αυτό καθέστηκαι και αλλοιουσθαι…!!!! Τα πάντα ρει, σε κύκλο, και μόνο με τον τρόπο αυτόν μες στη Καλή μας την Υπέροχη Ζωή….. Που Αυτή Ενάρετη και Πάνσοφη δίνει για όλους το σωστο και το καλό δίχως ανάγκη να ‘χει για να συμβουλευτει διεφθαρμένες εξουσίες, απ όπου κι αν προέρχονται. Ακόμη κι εδώ μέσα. Στο εικονικό το Φβ…. Και μόνο έτσι ο Χρόνος μας δεν είναι φαταούλας, Ούτε μυλόπετρες που αλέθουν… Έτσι τουλάχιστον εγώ νομίζω…

Α.Κ… το τραγούδι του Brel είναι για τον φίλο του, που έφυγε... Τέτοια περίπου εποχή έφυγε κι ο δικός μου...


http://www.youtube.com/watch?v=Fi3SwiwsK

Thursday, September 23, 2010


Φαντασίας παιγνίδι ονοματων
Ή Ωκεανιες παραλλαγές του πάθους της Γοργόνας

Πέρασαν χρόνια από τότε
Τότε που οι επιθυμίες μας γεννιόνταν
Κι αργότερα σαν ξετυλίγαμε μαζί την γεύση του ιδρώτα μας
και το κουβάρι της ζωή μας…
και τότε λέγαμε θυμάσαι
ότι κι οι δυο από παιδιά βιαζόμαστε
να γίνουμε μεγάλοι…
να μάθουμε ότι μας φόβισε
τότε που νοιώσαμε
πρώτη φορά τη μοναξιά.
Τότε που ‘ταν ο κόσμος μας,
μπροστά,
ίσα μ’ ενός τσιγάρου δρόμο,
μια απέραντη αλάνα
μέσα στις πορφυρές αυλές των δειλινών
και πέρα τάχατες λευτερωμένος
στης προσμονής τον κόρφο.
Εκεί ακριβώς,
μέσα στα απόκρυφα της θάλασσας τα μέρη….
Εκεί που το ζειμπέκικο αγγελικά χορεύανε οι πλάνοι εραστές…
Δίπλα,
εκεί ακριβώς,
που αρμονικά λικνίζονταν,
σαν κύκνων πούπουλα,
στα μαϊστράλια τα σγουρομάλλικα τα αλμυρίκια.
Χορός της φαντασίας,
ζάλη…
Χορός της φαντάσιας ειν’ ο πόθος….
Ω τι χορός ατέλειωτος,
σε χρωμα και σε άρωμα
ανθων της πικροδάφνης……
Χορός του στερημένου χρόνου
και των περικλειστων των τόπων
είναι η φαντασία…
Πέρα εκεί στις αμπολιές,
άραγε να θυμάσαι;
στα απόκρυφα τα σάλτσινα,
παντοτινά κυρίαρχος ο πόθος
βούλιαζε ασύδωτος τα χάλκινα κορμιά
κι άνομος πλάνευε τις άγουρες ψυχές,
στροβιλισμένα όλα
μες τη καυτή τη ζάχαρη της άμμου
που σήκωναν οι θίνες
κι εκείνη του έρωτα η μυρουδιά,
όλο αψάδα και αλμύρα,
απ τα θαλασσινά
Τα αυγουστιάτικα κρινάκια.

Πέρασαν χρόνια από τότε
Ονειρεμένη η πλήρωση
στο σκηνικό του ονείρου μας…
Φτωχή και ταπεινή η ελπίδα,
σε άσωτο ταξίδι έγνοιας,
μες στην ανέμελη τη φαντασία …
Μες στο ταξίδι εκείνο
το πρωτόγνωρο
που καβαλούσε τον καιρό,
όπως και τα δελφίνια
σαν παίζουν με τα κύματα
και γράφουν πιρουέτες
μακριά μες στον ορίζοντα,
χωρίς ποτέ να σταματά να πλέει
κι ανέξοδο δίχως ποτέ να τελειώνει,
όπως κι η εφηβεία μας…
θυμάσαι;
Τέτοια σου έλεγα θυμάμαι
και γέλαγες,
σαν και να λέγαμε μαζί την ίδια ιστορία,
κι αναβοσβήναμε στόμα στο στόμα τα τσιγάρα
κι ιδρώναμε,
και γέλαγες,
κι εγώ μεγάλωνα
κι εσύ μ’ ακολουθούσες….
Μέρες ατέλειωτες
μες σε στιγμές γιορτής πασχαλινής
όπως σε λιτανεία
που τα εξαπτέρυγα και η εικόνα προηγούνται…
το 'να δυο βήματα απ’ το άλλο....

Πέρασαν χρόνια από τότε...
Δεν σ’ ήξερα
και πώς να σε γνωρίζω…
η απόσταση του χρόνου
πάντοτε παρεμβάλλεται…
ακόμη κι αν εκεί,
στον ίδιο τόπο,
ανήξεροι τότε παλιά πάντοτε επιστρέφοντας
γράφαμε το όνομα μας…
Άλκης…
κι εσύ συμπλήρωνες Ελένη…
έγραφα Αλέξανδρος…
κι εσύ συμπλήρωνες Μυρτώ…
Ανθέμιος… και Ίρις…
Ότι κι αν έγραφα,
στο τέλος,
τι παράξενο;
πάντοτε έγραφες Γοργόνα…
μ’ ένα δειλο θαυμαστικό….
Κι εγώ σκεφτόμουνα Ωκεανός...
Κι ήρθε ο καιρός,
θυμάμαι,
που το παιγνίδι έπαψε,
εκεί ακριβώς πάνω στην άμμο…
πάνω στην άμμο την καμένη..
άργιλος ήταν και φωτιά,
πυρπολημένα κρύσταλλα ήτανε οι ψυχές μας,
κορμιά πυρπολημένα….
Κορμιά από το φως καμένα..
Κι ήρθε ο καιρός,
θυμάμαι,
που πάψαμε να παίζουμε…
που γράφαμε κοντά, κοντά,
σμιχτα,
το όνομα μας,
μια καρδιά τεράστια
και την χρονολογία…
Εκεί που αργότερα,
θυμάσαι;
λίγο πριν φθάσει,
της λύτρωσης,
η άγια νύχτα
ανάψαμε
σαν τα παιδιά
την πρώτη μας φωτιά…
δυο βήματα απ τα κοχύλια
κι απ τα τραγούδια των σειρήνων…
Εκεί που σταθηκε δειλή η αγάπη μας,
για λίγο…
ατυχοι εμεις,
ανάψαμε εκεί την πρώτη πυρκαγιά,
την άγουρη απόφαση,
την πρώτη μας την γνώση…
Σκιρτήματα και κραδασμοί,
κατάσαρκα στην άμμο…
σαν ψάρια αγκιστρωμένα στη ζωή
Κι απέλπισια,
ατέλειωτη,
του απύθμενου του βάθους,
μες στη θολή αχλή
που ανέβαινε στους Ουρανούς,
σαν τελευταίο αντίο….
Εκεί ακριβώς
που γένναγαν, νερό γλυφό στην δίψα μας,
οι αστείρευτοι οι Ωκεανοί…
Οι Ωκεανοί του πάθους..
Του πάθους της αγάπης…..

Πέρασαν χρόνια από τότε
Κι είπες θα φύγω μακριά
Σ’ έχασα,
λίγο, λίγο
και φαίνεται παντοτινά..
Και γύρναγα εκεί συχνά..
Κι έγραφα το όνομα σου..
Κι ο δρόμος ήταν έρημος
σαν δρόμος εφηβείας…
κι ήτανε,
έτσι ίδια,
σαν και να σ’ έβλεπα ξανά,
σαν και να πέταγε η ματιά μου
σαν έφηβου φυγάδα
πάνω στο όνομα που είχε σβήσει,
όχι η μνήμη,
μην πιστέψεις,
ή έλλειψη ή ο καιρός…
Μια λέξη απλή διαλυμένη,
σαν την πολύκαιρη δαντέλλα…
Πικρο κι αγαπημένο όνομα,
σαν το ροδόνερο να τρέχει μες απ’ τα βλέφαρα ενός τυφλού….
Απλά έτσι την ένοιωθα την λέξη,
όπως εξ άλλου και την μοναξιά…
Έτσι την φανταζόμουνα,
όπως και τώρα ακριβώς…
Και πώς να την ξεχάσω
πάνω στην άμμο την καμένη
εκεί που σμίξαμε…
για τελευταία μας φορά…
Εκεί ακριβώς που την αφήσαμε,
τότε χίλιες φορές γραμμένη,
η τύχη τώρα έγραφε,
μονάχα,
Ωκεανός.

Πέρασαν μέρες από τότε..
Πόσες;
Δεν τις μετράω πια
Κι ακόμη περιμένω…..
Α… Κ….