Cimabue
.. Απόσπασμα από το βιβλίο του Άγγελου Κότσαρη
Επιστροφή στο Αρχοντικό του Κρόνου.
Τμήμα από την Guernica
Picasso
…Ναι, τότε στην κατοχή, φοβήθηκαν οι ανθρώποι! Φοβήθηκαν τους Γερμανούς!
Και οι δύο ποια ψυχολογική διαταραχή;
Paranoia Visage – Dali
Η Αλληγορία και το καμουφλάζ της φρίκης
Στολες ss
Dali
Κι αν είναι αλήθεια σήμερα πως όταν τα ξαναγυρίζω στη μνήμη μου, όλα εκείνα τα παλιά, εκείνα που συνέβηκαν κατά τα χρόνια της Γερμανικής κατοχής, πραγματικά δεν αλαφιάζομαι το ίδιο όπως τότε, εν τούτοις και τώρα ακόμη βλέπω τ’ ότι οι εικόνες οι παλιές, δίχως να σβήνουν μέσα μου, μένουν το ίδιο ζωντανές, το ίδιο υπαρκτές μέσα στις μνήμες μου τις τρομαγμένες!
Έγινε το 1940 περίπου! Μήπως σας θυμίζει κάτι απ’ αυτά που βλέπουν σήμερα τα παιδιά σας;
Οι Σούπερμαν του Γου Ράιχ!
Κι είναι στιγμές επίσης, ύστερα κι από τόσα χρόνια, που μες στον ύπνο μου συμβαίνει να ξανανοιώθω μέσα μου βαθειά, αβάσταχτη την πίεση κείνης της εποχής, μέχρι που για να λυτρωθώ απ’ τους παλιούς τους φόβους μου κι απαλλαγμένος να ‘βγω απ’ την παράκρουση των αναμνήσεων αυτών, μέσα στους εφιάλτες μου ’ρχεται πάλι να φωνάξω…
Κραυγή
Κι ίσως φωνάζω αληθινά πάλι και πάλι απ’ την αρχή, τα ίδια όπως τότε. Τότε που ήμουνα παιδί. Τότε που καταλάβαινα, περσότερα απ’ τους Γερμανούς, τι πάει να πει να νοιώθεις άνθρωπος ηττημένος, άνθρωπος περιφρονημένος, άνθρωπος που η μοίρα του κρεμιέται από μια κλωστή μέσα στ’ ανήθικα τα χέρια του ξένου, του κατακτητή... «Μπόκι...Μπόκι... χυλό... Πεινάω…»
Λιμοκτονία στην Αθήνα του 41
Κι υπάρχουν κι άλλοι πιο φρικτοί στον ύπνο μου εφιάλτες, που πάλι θέλω να ουρλιάξω, …. όταν ξανάρχεται στα μάτια μου η εικόνα, που όντας παιδί ακόμη, βλέπω για πρώτη μου φορά άνθρωπο να πεθαίνει απ’ τα κλαδιά κάποιας μουριάς άσπλαχνα κρεμασμένο!
Απαγχονισμός 1944
Συγνώμη για τη μνήμη της Ιστορικής φρίκης είναι χρήσιμη, αν και η φρίκη που μας σερβίρεται καθημερινά και άχρηστη είναι και φρίκη σκουπιδιάρικη!
… «Ο Γιάννης….Ο Γιάννης της θείας Φανής»... Τον κρέμασαν οι ηλίθιοι, μόνο και μόνο επειδή ήτανε λέει βλαμμένος... Δεν θέλησαν ούτε στιγμή να καταλάβουν, τόσο αλαζόνες που ’τανε, ότι κι ο έρωτας, κι όχι η ταπείνωση μονάχα, κάνει τον άνθρωπο θηρίο.
Μα βέβαια τι τα θέλετε; ο φόβος μας, σαν τον σκαλίζω τώρα, δεν ήτανε μονάχα αυτοί, καθεαυτοί, οι Γερμανοί. Οι φάτσες τους, στη μνήμη μου, με κάτι παιδικό, ήταν βαθειά ανίσχυρες` κι είχαν στην έκφρασή τους κάτι παράξενο, αλλιώτικο μπορεί, μα εν τέλει όλως διόλου κωμικό. Ο φόβος μας ο περισσότερος ήτανε τότε, το θυμάμαι, εκείνο το ξερό, το τάκα...τάκα.. τουκ...
Ναι. Ο φόβος μας σαφώς ήταν εκείνο καθαρά το φρικαλέο τάκα.. τάκα.. τουκ` που άφηναν, μες στην πορεία τους και πίσω μες την νύχτα, οι άγρυπνοι στρατιώτες. Στρατιώτες ήτανε αυτοί, ή αληθινοί βρικόλακες της μέρας και της νύχτας; Πάντως, ότι κι αν ήτανε, την νύχτα μες την πόλη, οι αφορισμένοι εκείνοι έμοιαζαν, σαν μια ομάδα καταδίκων, μες σε στρατόπεδο θανάτου.
Γερμανοί στρατιώτες 1940
Τότε σε τι ωφέλησαν την Ανθρωπότητα!
Καταραμένοι εσαεί, τρόφιμοι να ’ναι εγκλωβισμένοι σ’ εκείνη, την περιβόητη φρουρά των άδικων κι όλων των πιο μοναχικών, μέσα στο κόσμο όλο, ανθρώπων. Πόση ελάχιστη η μνήμη αυτού, που μένει μες το χρόνο αιώνια κακό;
Picasso
Ανάριες, σαν κατακάθι ενός πικρόγλυκου καφέ, μες στην ψυχή, οι εικόνες. Το μπλόκο` κι εκείνη η συντροφιά μες στην αυγή, με τις σπασμένες, γυάλινες φωνές, που μόλις φτάνουν δυστυχώς και τώρα να αυλακώσουνε, σχεδόν ανεπαισθήτως, τα τύμπανα της ακοής και τη λαχτάρα θύμησης, που λίγο- λίγο ξεθυμαίνει.
Γερμανικό Μπλόκο
- Αλτ... Αλτ... Παπίρεν... παπίρεν.. Αλτ... Αλτ...
Ήτανε του Αϊ-Λιά. Κι εκεί, απάνω στο Ζυγό, το ερημικό ξωκλήσι του υψιπετή προφήτη, στο βράχο δίπλα απ’ τα νταμάρια, τάμα της πίστης τους νοσταλγικό, της γειτονιάς μας οι γυναίκες, το’ χανε κάθε χρόνο, τη μέρα της γιορτής του, ν’ ανάβουν τα καντήλια. Και εκεί, γύρω απ’ τον Άγιο, το πρωινό, δίχως να λογαριάζει ανθρώπους κι εποχές, σαν ν’ άναβε χλωμή φωτιά, μέσα στην άχλη της δροσιάς, ολόγυρα, παντού κατάσαρκα στο λόφο του προφήτη.
Εξωκκλήσι Αϊ Λιας
Μεσολογγίου
Οι μυγδαλιές στους πρόποδες, πράσινες, σκούρες και μαβιές, σε μια σειρά πλούσιας βλάστησης, τέτοια εποχή, της φύσης, ανέβαιναν μυρωδικά, λοξοπατώντας τον γκρεμό, μέχρι την πόρτα, απ’ έξω, τ’ απρόσιτου Αγίου.
Περιοχή Αϊ Λιά.
Τ’ αγνάντευες μοναχικό εκείνο το εκκλησάκι` κι από τα χαμηλά, λες και έπλεε από μακριά, λευκό σαν περιστέρι, μες στο γαλάζιο τ’ ουρανού. Κι αμέσως σκίρταγε όλο λαχτάρα, σαν του παιδιού, η ψυχή, να πας και να καθίσεις πάνω στις γκρίζες πλάκες των πεζουλιών του ολόγυρα, και κάτω απ’ την πυκνή, τη δροσερή ισκιάδα, που άφηναν απλόχωρα, δυο-τρεις, - γύρευε πώς να φύτρωσαν εκεί; - αγραπηδιές.
Σήμερα η αγραπιδιά υπάρχει.
Ο Αϊ Λιάς όμως!
- Το στανιό τους, τα γουρούνια... Πάση θυσία, πρέπει να το περάσουμε το μπλόκο.
- Κάτσε στ’ αυγά σου, λέω εγώ, θεόμουρλη γυναίκα... Εκτός κι αν όλες μαζί έχετε παλαβώσει!
- Να μην ανάψουμε καντήλια! .. Μέρα που ξημερώνει... Στη χάρη του Αγίου;
- Εγώ δεν λέω... Αλλά να, η Κυρά-Κλεονίκη, η Σπυριδούλα του Παπά και η Κυρά-Γιώργαινα η Ελένη, μαζέψαμε ένα μπουκάλι λάδι.
- Μωρ’ κόψτε το λαιμό σας... Αν ζουρλαθήκατε εσύ κι η αδερφή σου... πάντως, μην πάρτε το παιδί, το θέλω εδώ όλη τη μέρα αύριο.
Δεν έμεινα` κι έχασα έτσι, από χεριού, την ευκαιρία που’ χα, να μάθω απ’ τον πατέρα μου, τι ήτανε μες στην καρδιά του κείνο, το τόσο το σπουδαίο αυτή τη μέρα τη μεγάλη, που τον οδήγησε το σούρουπο, βιαστικός να φύγει απάνω στο βουνό, αφήνοντάς μας για καιρό, στο έλεος του θεού και των φτωχών γειτόνων. Πάντως, μαθεύτηκε την άλλη μέρα, από κρυφόλογα στη γειτονιά, πως κι άλλοι, οι πιο πολλοί αγράμματοι και φουκαράδες βέβαια, ψαράδες και κολίγοι, όμως λεβέντες στην ουσία, με αρχηγό τον Γιώργη τον Καμπούρη, πήραν με όπλα τα βουνά, κατά τα μέρη της Συβίστας.
Αντάρτες στα βουνά της Κρήτης
- Αλτ... Αλτ... Παπίρεν... παπίρεν...
- Σιγά... σιγά... Άμα περάσουμε κείνο το συρματόπλεγμα, κρυμμένες στο λιοστάσι, δεν θα μας δουν μέσα στο θάμπαμα` και θα περάσουμε, γαμώτο!
- Αλτ... Αλτ... Άχτουγκ... Άχτουγκ... βροχή σφυρίζοντας οι σφαίρες, ακούγονταν να ξεγλιστρούνε ευτυχώς, όλο μανία, πλάι μας.
- Δόξα σοι ο θεός...ξεφύγαμε... Καλά σας τα ’λεγα εγώ. .
- Μεγάλη η χάρη σου Αϊ-Λιά μου, εσύ βοήθησες ν’ αρθούμε. Κύριε ελέησαν... Κύριε ελέησον....
- Τη υπερμάχω, χριστιανή μου.. τη υπερμάχω.. λένε…Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια.....
Η Παρθένος Γουαδαλούπης- Dali
Και το εκκλησάκι σκοτεινό, φωτίστηκε σιγά, σιγά, απ’ τα κεριά, και μοσχοβόλησε απ’ το λιβάνι. Τόσο πολύ γλυκό το φως, μες στη μικρή βασιλική, που οι φλόγες στ’ άρμα του προφήτη φάνταζαν ροζαλιές, αντί του ζωηρού του κόκκινου, που θα περίμενε κανείς. Όμως δεν αποκλείεται βεβαίως, τον ίδιο ρόλο και σ’ αυτό το τελικό αποτέλεσμα, να είχε παίξει εδώ, όχι το φως μες το ναό, αλλά η ιδιόμορφη ιστορικά ευαισθησία του ζωγράφου, του Τάσου του Μαντά, να βλέπει δηλαδή ο αθεόφοβος ζωγράφος, το αντικείμενο της τέχνης του, όχι όπως φαινότανε αληθινά, αλλά όπως απρόβλεπτες οι φυσικές του αδυναμίες θέλανε να το βλέπουν. Δεν αποκλείεται λοιπόν απλοϊκά ο ζωγράφος, την ώρα που ζωγράφιζε γεμάτος σκέψεις την φωτιά, να στέκονταν διστακτικός στο αν έπρεπε, - όπως και έπρεπε βεβαίως να τις τονίσει,- ή δειλιασμένος ν’ αμφέβαλε για το αν πράγματι τις τόνιζε, όπως και έπρεπε τις φλόγες, μήπως και τον παρεξηγούσαν οι θεοσεβείς πιστοί και νοιώθανε αποτροπή, από το φόβο μήπως απ’ την πολλή του χρώματος του την πυρά αρπάξουν και καούν τα πόδια του αγίου. Γι’ αυτό γνοιασμένος τελικά, το πήρε μια κι απόφαση, πιότερο κι απ’ τα ανόητο, να τ’ ατονήσει τ’ άναμμα εκείνης της φωτιάς, κι έτσι παρ’ όλη την πραγματική, μεγάλη έντασή της, μια κι ήταν θεϊκή, με τρόπο ανορθόδοξο, - αν κι άλλο ήτανε, απ’ το σωστό, το χρέος του να κάνει - στο τέλος την απέδωσε, με χρώμα ροζαλί.
Προφήτης Ηλίας- Μονή Σινά
Ω τι χαρά το πρωινό! Τι ξεγνοιασιά τα καλαμπούρια! Τόσα πολλά για τον Μαντά` και άλλα τόσα γι’ όλους, τους λίγο πιο παράξενους, απ’ τους γειτόνους μας στην πόλη.
Μακριά απ’ τον κόσμο, μες στη φύση, με τους αχούς, το σάλαγο, με τ’ αεράκι του βουνού, τ’ απέριττο το κολατσιό` και πιο πολύ ακόμη, μ’ όλο το δροσοστάλαχτο, κείνο το ανάλαφρο το κέφι των αφημένων, ξένοιαστων γυναικών` που σαν βρεθούν πολλές μαζί, εύκολα γίνονται παιδιά` κι εύκολα λησμονάνε την τραγικότητα και της δικής τους της ζωής και την υπόλοιπη των άλλων.
- Ω! που να σκάσεις Μήτσαινα, μ’ έκανες να κατουρηθώ, απ’ τα πολλά τα γέλια.
Δεσποινίδες της Αβινιόν - Picasso
- Π’ ανάθεμά σε Ανδριάνα! .. Έτσι λοιπόν ο γέρο ταρνανάς... παίξτονε... παίξτονε παιδί μου... γέλαγε κι όλο γέλαγε ξεκαρδισμένη η Στέλλα.
- Ναι. Καθισμένος στο ντιβάνι, όπως τον ξέρετε παχύ, γέρος και κοιλαράς, με παπιγιόν, μονόκλ και το ρεμπούμπλικο στο χέρι, κατουρημένο το βρακί, φώναζε όλο τρέμουλο ο αθεόφοβος, ο γέρος, στο σαστισμένο το Λενιώ.... «Έλα παιδί μου, παίξτονε.. παίξτονε... παίξτονε.... Κι έχω εδώ εγώ, για σε, ένα τσουβάλι λίρες»....
Bougeureau
Και να, καινούργιες ιστορίες` κι όλα αργά, αργά, όλα τα άπλυτα στη φόρα. Και να καινούργια χάχανα, και το νερό να τρέχει. Και να, κι ύστερα από λίγο, και τραγουδάκια ερωτικά με γλάρωμα στο μάτι .... «Θα σε πάρω να φύγουμε, σ’ άλλη γη σ’ άλλα μέρη».... κι αποκαλύψεις ξεφτισμένες μνήμης, κι εύκολων πόθων της ζωής, κι όνειρα ωραία, ανέξοδα, φθηνά, απ’ έξω απ’ το ξωκλήσι. Και ξέδομα λυτρωτικό, κι απόλυτη γαλήνη, μπρος απ’ τα μάτια του Αγίου. Πόσο ωραίος Άγιος ήτανε πάντα αυτός; Προ πάντων, πόση υπομονή, τόσο σοφός, είχε με τους ανθρώπους;
Προφήτης Ηλίας- Μονή Σινά
Μα όλα αυτά κρατούσανε, μέχρι κοντά το σούρουπο` γιατί από εκεί και πέρα, ο μικροπανικός, η αγωνία εκ νέου κι ο φόβος της επιστροφής, επισκιάζανε γοργά κείνη την εποχή, κάθε καλή διάθεσή μας.