Sunday, February 15, 2009

Η σκόνη του Χρόνου

Μέσα στην αγκαλιά της Καραϊνδρου
Κάτω απ’ τις τεράστιες πατούσες του Μπάχ
Κι ανάμεσα απ’ τον Μπετόβεν και τον Βάγκνερ
Μια συνεχής κρίση της ανθρώπινης περιπέτειας

Η τέταρτη ημιτελής φτερούγα της Τέχνης.

Το κείμενο είναι του Άγγελου Κότσαρη.


Ο μίτος της αιμάτινης ανάγκης για ανθρώπινη ανέλιξη, στη δεύτερη ενότητα της ημιτελούς τριλογίας του Θόδωρου Αγγελόπουλου, ως ήταν φυσικό στην σκόνη του χρόνου, έπρεπε να ξαναμαζευτεί από το τεράστιο αρσενικό είδωλο, του Πατέρα Κρόνου ή και του Οιδίποδα, του λιβαδιού που δακρύζει, με την μορφή του γηραλέου έξοχου ερμηνευτή Μισέλ Πικολί. Η ύβρις αέναη και πανάρχαια.
Η Γήινη γυναίκα, ( Η Ελένη), το τραγικό εφεύρημα του προπατορικού αμαρτήματος της προαιώνιας ανδροκρατούμενης κοινωνίας, κρατάει στα χέρια της την άκρη του νήματος και ο Σπύρος αναλαμβάνει ανδροπρεπώς να φέρει εις πέρας και το ταξίδι και την επιστροφή˙ και ακόμη το πιο δυσκολότερο, την συνέχεια στον χρόνο. Μνήμες παράφορα φορτωμένες διχαστικά με ελπίδα κι απελπισία, με λάθη και αγώνα να ξεπεραστούν, με άφεση και εγκαρτέρηση, αλλά και με συνεχή αμφισβήτηση και αμφιβολία και τελικά με πικρόγλυκη αποδοχή της Τραγικής ειρωνείας. Ποιο το κουράγιο του Σίσυφου την ώρα που ξανά απ’ την αρχή πρέπει ν’ αρχίσει τον αγώνα ν’ ανεβάσει τον βράχο στην κορυφή!
Σαν παλιάτσος, ο καλλιτέχνης, της κομέντια ντελ’ άρτε, χαμένος στην αχανή αίθουσα του παλκοσένικου της αίθουσας Τριάντη, ανεβάζει το βλέμμα διστακτικό σιγά, σιγά προς τα πάνω και θολά ατενίζει, στο φωτισμένο χάος απέναντι του, το άλλο ενδιάμεσο προσωποποιημένο είδωλό της τραγικά ενδεδυμένης, με το ψευδομανδύα της ανθρώπινης προόδου, εξουσίας και γελοία ψελλίζει νευρόσπαστα « κι όμως, κε πρόεδρε, δεν χάνονται όλα!»
Ποιόν απ’ τους δύο να οικτίρεις, όταν σε άπειρη απόσταση πίσω απ’ αυτούς στέκεται η ειμαρμένη! Πόσους ανθρώπους να οικτίρεις, όταν το θαύμα του ξεστρατισμένου σοσιαλισμού, του ανήθικου, διεφθαρμένου πατερναλιστικού καπιταλισμού χθες, σήμερα, αύριο, σκότωσε, σκοτώνει και θα σκοτώνει εκατομμύρια ανθρώπους, τον ίδιο τον Σίσυφο. Από εδώ ο αισιόδοξος Μπετόβεν, στο μέσον ο καλλιτέχνης και από εκεί ο αμφισβητίας Βάγκνερ˙ και πίσω στο αχανές αναποτελεσματικός ο αέναα στιβαρός και αινιγματικός Μπαχ˙ και σ’ όλα και παντού ανάμεσα τους η σκόνη του Χρόνου στο συνειδητά τρυφερό, εύκολο αγκάλιασμα της από τις μαγικές νότες της Καραϊνδρου.
Η σκόνη του χρόνου˙ που απεγνωσμένα και ουτοπικά ο καλλιτέχνης δημιουργός προσπαθεί, ελπίζοντας πάντα να την βλέπει σαν γκρίζα πάχνη απλωμένη στα συναισθήματα, στην πολιτική, στην απαξία του κοινωνικού όντος και στην προσπάθεια του κάποτε να εξιλεωθεί μέσα απ’ τη διαδικασία της κάθαρσης˙ μπορεί και να είναι όντως σκόνη γι’ αυτόν, το ίδιο όμως το μέγεθος της παραφοράς του, ως και η εξουθενωτική ανάλωση του να καταλάβει, δεν αφήνει περιθώρια και στον πιο απλό θεατή που τον παρακολουθεί να μην καταλάβει ότι τις μνήμες του, την ίδια του τη φιλοσοφία, στο πέρασμα του χρόνου, δεν τις σκεπάζουν οι πατιναρισμένες προσωπικές του αγωνίες, αλλά η πανανθρώπινη αγωνία του χθες, του σήμερα και κυρίως του αύριο.
Μετά το τέλος της Ελένης, τι άλλο άραγε απομένει στον βαθυστοχαστο τον καλλιτέχνη από το εκκλησιαστικό όργανο και τη βεβαίωση του ειδικού, ότι «στο τέλος, τέλος κάτι μένει». Κοιτώντας τον κόσμο με τα μάτια του Αγγελόπουλου, πόσες οι ψευδαισθήσεις, για να περνά κι αυτό σαν τάχατες αληθινό! Έτσι κι αλλιώς οι άνθρωποι μένουν και όχι τα συστήματα..
Το τέλος της σκόνης του χρόνου, παρ’ όλο ότι ξεκινά από ψηλά, κι όσο τρυφερό και να φαίνεται στο στιγμιαίο πέταμα του, και πάλι προσγειωμένο επάνω στην ίδια πανάρχαια γη, κινούμενο αέναα ελίσσεται μέσα στο χάος φορτωμένο με τις παλιές προδιαγραφές των γήινων μορφών και των ανθρώπινων παθών τους. Σαν μια αιώνια κατάρα, της ίδιας τους της μνήμης!
Η σκόνη του χρόνου λιγότερο κοπιώδης στην αφηγηματική ανάγνωση της σε σχέση με το λιβάδι που δακρύζει. Πιο λιτή στα εικαστικά πλάνα της διευκολύνει την στιβαρότητα του δομημένου μύθου με αληθινή αγωνία. Υπέροχη η φωτογραφία του Ανδρέα Σινάνου.
Οι ηθοποιοί πιστοί στις ιδέες του καλλιτέχνη, με τον αισθαντικό Σπύρο, την δυναμική Ελένη, τον ανθρώπινο Γιάκομπ, τον εγγενώς προβληματισμένο γιό του Σπύρου και της Ελένης και την γυναίκα του, στην ιδιαιτέρως τόσο ανεπαίσθητα αισθαντική στιγμή του τελευταίου τους αποχαιρετισμού στο δρόμο.
Ταινία δύσκολη, όπως οι περισσότερες μετά την αναπαράσταση, του Αγγελόπουλου, που όμως, παρ’ όλες τις επιπόλαιες και εμπαθείς πολιτικά ματιές των ορκωτών κριτών του Kινηματογράφου, σε καμία περίπτωση, δεν είναι δυνατόν να αμαυρώσουν ούτε το μέγεθος του έλληνα καλλιτέχνη, ούτε την αληθινή φύση του πνεύματος του πρωτεργάτη διανοούμενου της ελληνικής αριστεράς στον Κινηματογράφο.
Αυτός που αναφέρει συνεχώς το όνομα του Θεού, έλεγε ο Σάρτρ δεν μπορεί να είναι άθεος. Οι πραγματικοί άθεοι δεν αναφέρονται ποτέ στο θεό. Μην ανησυχούν οι σύντροφοι του Κ.Κ.Ε, και κυρίως μην ανησυχούν όποιοι άλλοι αμφισβιτίες της καλοθέλητης δεξιάς, η ψυχή του Αγγελόπουλου ήταν και θα μείνει κόκκινη. Οι προτομές του Στάλιν στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας δεν αλλοιώνουν στη μνήμη κανενός έτσι κι αλλιώς την εικόνα στην παρέλαση, μπροστά απ' το Κρεμλίνο, του Πατερούλη των λαών. Άλλο η πίκρα κι άλλο η Ιστορία. Άνθρωποι είμαστε και δικαίωμα όλων μας να είμαστε και πικραμένοι... και πικραμένοι να μην παύουμε να αγωνιζόμαστε! Η πίκρα είναι η ψυχή της Ποίησης και της Επανάστασης.

1 comment:

cogito said...

Εξαιρετική η γραφή σου φίλε Άγγελε. Πρόκειται πράγματι για ένα αριστούργημα. Πάντως, υπάρχει και μία παράμετρος που ούτε εσύ αλλά ούτε κει εγώ βάλαμε στα σημειώματά μας για την ταινία, και το σκέφτομαι τώρα πάλι: είναι η ψυχαναλυτική παράμετρος για τον ίδιο τον Αγγελόπουλο, η δημόσια έκθεση των ονείρων του και των παθών του και, τελικά, η λύτρωσή του μέ τη δημιουργία τέτοιων ταινιών. Να' σαι καλά.