Thursday, July 3, 2008

Μεσολόγγι πριν το Πόλεμο

ΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΝΥΧΤΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ Ή ΚΑΠΕΤΑΝ ΔΕΝ ΠΑΩ



ΑΠΟ ΤΗΝ 2Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤ’ ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΤΟΥ ΚΡΟΝΟΥ

Τότε, γυρίζοντας διαρκώς ολόγυρα τ’ Αρχοντικό, σαν τα σκεφτόμουν όλα αυτά, νόμιζα ότι ο εχθρός, o εχθρός μας ήτανε μόνο το κακό. Έτσι ηρωικά, μια κι ήμουν αφελής, ένοιωθα μέσα μου να συμμαχούν μια δύναμη και μια αγανάκτηση, απ’ την άλλη. Και να σφυρηλατούν ένοιωθα πάλι οι ίδιες, μαζί ανταμωμένες, όλο το μίσος κι όλο το πάλεμα της δόλιας ύπαρξής μας, σε όπλο ακαταμάχητο στον πόλεμό μας - λες κι ήταν απαραίτητος! - ενάντια στο κακό. Μάταιο πάλεμα βεβαίως κόντρα στου πόνου την αδιάκοπη ροή.
Έτσι την εποχή εκείνη με τέτοια όπλα ανόητα και με την δημιουργούμενη, μέσα στο χρόνο, εμμονή ήλπιζα πως ίσως κάπου κάποτε σπάζοντας φράγματα και δισταγμούς κι αδυναμίας μας αναστολές θα φτάναμε πέτρα την πέτρα κτίζοντας διαρκώς με όρθια κάστρα απόρθητα μπροστά μας τουλάχιστον ν’ αμυνθούμε.
Λογάριαζα κουτά˙ τι κι αν το πίστευα δειλός, πώς ήταν δυνατόν στ’ αλήθεια κι από εξαίρεση, μοναδικός, απ’ το αέναο κακό εγώ να’ χα γλιτώσει! Δίχως να το εννοώ, κι έμοιαζα κι ήμουν τότε τυχερός, σχεδόν παραμυθένιος, τίποτα περισσότερο από τους άλλους όλους τους συντοπίτες μου. Τι ευτυχία η νιότη, γνωρίζοντας το μάταιο, να συνεχίζεις να ελπίζεις!.
Μα κι όλη αυτή η παροδική, της αλαφράδας μου της τόσης, η ψευδαίσθηση, στ’ αλήθεια ευτυχώς διαρκούσε μόνο λίγο. Γιατί, πάντοτε ανήσυχος κι εν τέλει μέσα και σ’ άλλες ψευδαισθήσεις, το ίδιο ξεχασμένος και βιαστικός ο νους μου˙ μια κι ήταν τότε αφελής κι ήταν ρηχή το ίδιο και η διάθεσή του, στο να μαθαίνει όσο γινόταν πιο πολλά, μέσα σε λίγο χρόνο˙ μ’ έκανε τρέχοντας να προσπερνώ, αδύναμος ως ήμουν, και σαν σαΐτα άπιαστη γρήγορα να ξεφεύγω, μες σ’ ένα κόσμο μακρινό, χωρίς διαστάσεις κι όνειρα. Μες σ’ ένα κόσμο έρημο, άδειο από οίκτο ή συμπόνια, πεισματικά κλεισμένος μες στην προφύλαξη της άσκοπης περιέργειας, άνετα κολυμπώντας, μέσα στα μέτρα τα κοινά καλά αμπαρωμένος, απ’ όσα απ’ έξω, λες και με λύσσα αφηνιασμένου μουλαριού, κάλπαζαν δίχως έλεγχο, απ’ τα σκοτάδια της ζωής, ως την ψυχή μου επάνω.
Κι έβγαζα τότε, Μάνα, εύκολα συμπεράσματα. Κι είχα την ίδια αφέλεια, στο όφελος μόνο να πιστεύω, που θα εξαργύρωνα από τη γνώση γενικά, και μόνο εκείνο να σκοπεύω. Δίχως να δίνω σημασία, αφού δεν είχα ακόμη μάθει, το πώς το δύσκολο, κακό, και το εύκολο, ίδια κακά, για μας, πάντα στο τέλος τάζουν. Μάνα μου, τουλάχιστον να ‘ταν να ’μεναν έστω αιώνιοι οι πύργοι κάτω στην άπλα του Βασιλαδιού, τι κι αν στο δρόμο αληθινά έχει χαθεί η ελπίδα του Γυφτάκη! Σημάδια να ‘μεναν μονάχα! Μα και τα παραμύθια κάποτε τα βαριέσαι! Να ’μενες, να χαμογελάς Μάνα και αδερφή γραμμένη με το δάχτυλο, κάτω στην αμμουδιά με το τρανό το αλμυρίκι! Κι όμως και τώρα, όπως και τότε στα παλιά, πάντοτε μοναχός, τρέχω ακόμη αχνάρι μου παλιό, πάνω στα βήματά σου. Πάνω στα ίχνη μας εκείνα τα μοναχικά, εκείνα τα φτωχά, τα αιώνια, τα λίγα. Πόσα παλιά, τι κι αν κάποια στιγμή ίσα που προλάβαμε σαν πεφταστέρια λαμπροντυμένα μες στο φως έκθαμβοι κι αχόρταγοι να τα δούμε, τώρα στο τέλος μένουν αφώτιστα, θολά! Ήξερες, πως φοβόμουνα, από μικρός, το χρόνο. Ήξερες, πως στο τραίνο έτρεχα βιαστικός, το ίδιο γρήγορος, όπως παιδί κι ήσουνα δίπλα μου γι’ αυτό, για να με προφυλάξεις τότε απ’ τις ανώφελες τουλάχιστον φυγές μου, χωρίς την αίσθηση της σιγουριά σου τώρα πια. Έτρεχα πάντα. Αναρωτιέμαι ακόμη; Και τώρα τρέχω, ξέρω, μα να προλάβω τι; αφού το κύμα τα ’σβησε, από καιρούς στο παρελθόν, όλα στο ακρογιάλι και Τέχνη κι όνειρο κι ελπίδα, και τ’ όνομα σου Μάνα μου, κι ολόκληρη τη μνήμη!
Πάντως, άλλες οι ελπίδες τότε! Με το καλάμι μου για άλογο, όταν δεν χρειαζότανε στ’ άπλωμα εκείνης της πολύχρωμης και παστρικής μπουγάδας, αρμένιζα ανέμελος στις φτωχογειτονιές. Ξεπόρτιζα διαρκώς, πάντοτε τραγουδώντας, πάντοτε ταξιδεύοντας, όπως οι γύφτοι στον ντουνιά κι όλοι, όσοι ξεκληρισμένοι αλήτες, διάβαιναν γλεντοκόποι, αδιάφοροι κι ολιγαρκείς στα πέρατα τα μακρινά, του ατέλειωτου του κόσμου. Έτρεχα ασυγκράτητος, χωρίς σταματημό, χωρίς να τα κοιτάζω μα ούτε να τα συζητώ, όλα εκείνα εκεί τα μυστικά μηνύματα και τα παράξενα μαντάτα˙ που εντούτοις, έξω από μένα, αυτά ήξεραν πιο καλά με χίλιους μύριους τρόπους, σαν κλέφτες, να τρυπώνουνε στην τρυφερή και άγουρη, τη διψασμένη, της μνήμης την πονετική την έκταση την πυρωμένη.
Δίχως άλλη διέξοδο ξεχωριστός ο ίδιος, μέσα στις δυνατότητες μου˙ μπλοκαρισμένος, μες σ’ ένα δρόμο λασπερό, τόσο μονότονα μοναδικό, και τόσο αναπόφευκτα, απ’ τις ανησυχίες μου, καλά μελετημένο˙ σέλωνα τ’ άλογό μου, μ’ όση μπορούσα ανεμελιά και με μεγάλο κόπο, κι επάνω του στητός, θεατρινίστικα ανεβασμένος, μάταια προσπαθούσα με την φυγή να κρατηθώ, όσο μου ήταν δυνατό μακρύτερα, απ’ των πραγμάτων την πικρή, την φορτωμένη αλήθεια!
Βέβαια κι ετούτες οι στιγμές, εκείνο τον καιρό, κρατούσαν λίγο μέσα μου˙ κι έτσι καθώς στο τέλος ξαλάφρωνα, ξεθαρρεμένος λίγο-λίγο, διέσχιζα τις κοντινές στο σπίτι μου τις αμπολιές, παίζοντας, τι άλλο να ’κανα απ’ αυτό; και λίγο το παιδί καλπάζοντας ακράτητος, γεμάτος ενθουσιασμό, πάνω στο άβαθο νερό της απλωμένης λίμνης.
Εκεί, μες στα νερά, τα πιο μικρά παιδιά, της γειτονιάς μου τα παιδιά έπαιζαν ναυμαχίες με βάρκες πρόχειρα φτιαγμένες, από παφίλι ζουλισμένο.
Λίγο μακρύτερα τα μεγαλύτερα τ’ αγόρια, μ’ ένα καμάκι απλοποιημένο, από πιρούνι ανοιχτό, μπηγμένο επιδέξια στη μία άκρη ενός ισασμένου, πάνω σ’ αδύνατη φωτιά, μεγάλου καλαμιού, κυνήγαγαν τσαλαβουτώντας, μέχρι την άντζα βυθισμένα, τ’ απονήρευτα μικρά, της μπάφας τα κοτλάδια. Με τέτοιο τρόπο, από μικροί αυτοί οι τελευταίοι παίζοντας τότε απλά, μάθαιναν στη συνέχεια τον δύσκολο κι αληθινό των πατεράδων τους αγώνα. Καθώς με αρκετή πάντοτε προσοχή, σβελτάδα και υπομονή, έτρεχαν μέσα στο νερό, με ευστοχία κυνηγώντας τις ασημιές ανταύγειες της ράχης των ψαριών, σπούδαζαν μες στη θάλασσα, την όχι κι εύκολη δουλειά ενός σωστού και μόνο έτσι χορτασμένου, βρέξει - χιονίσει, καμακαλόου ψαρά.
Πιο μέσα στα βαθειά, πάνω στο κόκκινο πριάρι, που’ χε γραμμένη έντονα με μαύρα γράμματα μεγάλα, στην πλώρια μάσκα, την επιγραφή ο Άγιος Συμεών, ψάρευε μοναχός, ο ρούσος γιος της Γιώργαινας. Ο πάντα λιγομίλητος και τακτικά κατσούφης, που εντούτοις, πίσω από τοίχους συμφορών κι αλύπητα δαρμένος απ’ την αψάδα τ’ αλατιού και τον θυμό του καναλιού, έκρυβε μαλακή, σχεδόν παιδιάστικη, μες στη σφιχτή του όψη, την αγαθή ψυχή του, ο Χρήστος ο Σαρτζής. Ο Χρήστος Κατσαντώνας. Έτσι τον παραγκόμοιαζαν, ποιός οίδε πώς, οι άλλοι του τόπου μου οι ψαράδες.
Πριάρι με Σταφνοκάρι στη Λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου


Εδώ, και πάντα απ’ την ανάγκη αυτός, ατέλειωτα μερόνυχτα δούλευε ασταμάτητα, σαν τον σκαφτιά, τη θάλασσα, ρίχνοντας κι ανεβάζοντας βαρύ απ’ το νερό το καφετί το σταφνοκάρι. Τούτο, ήταν ένας τετράγωνος ιστός γερά πλεγμένος με σαΐτα, απ’ την ανύπαντρη, μεγαλωμένη πια, αδερφή του τη Θοδώρα. Δεμένος ο ιστός, όλως διόλου σίγουρα, με κόμπους ναυτικούς, σε δυο ευλύγιστα κοντάρια, από κυπαρισσόξυλο, με τέχνη σταυρωμένα, έκανε σ’ όλη του την κατασκευή, κοιλιά απλωτή να στρέφει στο βυθό, ενώ προς τον αφρό ν’ αφήνει δικτυωτή μια κουφωτή παγίδα, για όσα απ’ τ’ ανόητα, έτσι τα θεωρούν της λιμνοθάλασσας τα ψάρια, θα ’πεφταν μέσα, να πιαστούν. Και δεν αργούσαν είν’ αλήθεια, άλλη φορά λιγότερα, κι άλλες φορές ακόμη πιο πολλά, ξεγελασμένα παίζοντας τα ψάρια, μέσα στο σταφνοκάρι να τρυπώσουν, κι ασφυκτικά εκεί να σφηνωθούν, μες στου ιστού τις τρύπες. Γελούσε τότε μοναχός, σαν το παιδί ο Χρήστος, «μπράβο, καλή ψαριά», ψιθύριζε πολύ ικανοποιημένος. Και το ’βλεπες ν’ αστράφτει μαλακωμένο, χαλαρό, όπως στο γέλιο του μωρού, κείνο το πρόσωπό του, όταν μ’ όση μπορούσε μαστοριά, τραβώντας απαλά με το σκοινί την τέμπλα, ανέβαζε σιγά, σιγά το σταφνοκάρι επάνω γεμάτο, τουρλωτό από λογής, λογιών τα ψάρια, το Μάνα του πελάγους.
Τότε πραγματικά, έμοιαζε αχόρταγο το βλέμμα του, απ’ του βυθού την πλούσια τη σοδειά. Άναβε κι άστραφτε με μιας η ικανοποίηση βαθειά του κι έκανε τη μορφή του, πιο κόκκινη και πιο λαμπρή, περίπου φαντασμένη όπως το ίδιο φάνταζε την ίδια εκείνη τη στιγμή, εκπληκτικά ωραία, ίδιος μ’ ένα καρβέλι αχνιστό, ροδοψημένο, ο ήλιος, όμορφα ζυγιασμένος στα κορφαχνάρια των βουνών που βάθαιναν στη δύση.
Ναι. Ήτανε τόσο κόκκινη και τόσο πλουμιστή, απ’ τη χαρά, η μεστωμένη όψη του ταπεινού του Χρήστου, ίδια, σαν του αφέντη μας του ήλιου. Κείνου του ήλιου μας, που σουλατσάριζε ολημερίς ακούραστος, όπως κι όλοι οι ψαράδες του Λιμνοχωριού, της θάλασσας και της ζωής πάντοτε άξιος εργάτης. Εργάτης ο ήλιος του ουρανού και της δικής μας της ζωής, σ’ αυτή την πολιτεία.
Γι’ αυτόν, τον ντόπιο ήλιο περηφανεύονταν πολύ, κι όχι αδικαιολόγητα, στο Λιμνοχώρι όλοι. Σαν πρόσωπο γνωστό, μεγάλος, στρογγυλός έλαμπε κι αργογύριζε μέσα στις γειτονιές, ποτίζοντας από ψηλά τη γη με ζεστασιά, με φως διηθημένο, σαν το διαμάντι καθαρό, κι ίσκιους τόσο πολύ αδέσμευτους, σχεδόν λευτερωμένους, απ’ των Πραγμάτων τ’ αναπόφευκτα κι αιώνια δεσμά.
Ο ίδιος τούτος ήλιος όμορφος, ανάλογα τις εποχές, πάντοτε συνεπής περνοδιάβαινε τα πρωινά γύρω απ’ το σπίτι της καλής του.
Με την αυγή προβάλλοντας, απ’ τις μενεξελιές αχνογραμμές πέρα μακριά της Παλιοβούνας, φρέσκος κι αγουροξυπνημένος διέσχιζε τον ουρανό, διαρκώς και περισσότερο, μες στο πρωινό καμαρωτός κι αστραφτερά λαμποκοπώντας. Και λες σαν να ’ταν νιόβγαλτος, ερωτευμένος αγαπητικός όλο ζωή και πάθος, ανέβαινε σιγά, σιγά κι έφθανε λίγο, λίγο τελικά, πάνω για να ακουμπήσει ξέψυχος λες κι ακράτητος, από μελένιους πόθους φορτωμένος, στα αστραφτερά παράθυρα της ασημένιας Κάϊνας, της μοσχομύριστης καλής του. Εκεί, γλιστρώντας τρυφερός στη μυρωμένη σάρκα της, έσπερνε ερωτικά αφημένος, σαν φωτοστέφανο λαμπρό, ένα πανέμορφο χορό, από χρυσές αχτίδες, στα πόδια και τη δούλεψη της όμορφης κυράς του.
Εκείνη πάλι σαν τρελή, της λίμνης η αφέντρα, καθώς ξεδιάκρινε από μακριά τον εραστή της ν’ ανατέλλει, και να ζυγώνει μ’ έξαψη είκοσι- πεντάχρονου παλικαριού τα διάφανα νερά της, μ’ ανείπωτη λαχτάρα και παθιασμένη ορμή κύλαγε κυματίζοντας, και χώνονταν βιαστική, χαδιάρα, γελαστή, στην πυρωμένη αγκαλιά του.
Τέτοιες στιγμές, όλα φωτίζονταν τριγύρω κι όλα σπαρτάραγαν από ζωή νιογέννητη, γεμάτη από φρεσκάδα, γεμάτη από ευωδιά.
Κι ήταν εκείνη η στιγμή, που όλα τα παραθύρια άνοιγαν βιαστικά στην πόλη. Κι άνιφτες οι νοικοκυρές άπλωναν πρόσχαρες και ξένοιαστες ακόμα, στο πέρασμα του αφέντη τους, του πρίγκιπα του ουρανού, σεντόνια πεντακάθαρα, κουβέρτες καραμελωτές, παπλώματα πολύχρωμα μ’ ολόχρυσα κεντίδια, μ’ αστέρια και κοχύλια και σταμπωτά χίλιων λογιών λουλούδια.

Βλαχοπούλα με τη γιορτινή στολή της


Οι βλαχοπούλες πάλι, οι περισσότερες παιδιά, παιδιά κι ετούτα της ανάγκης, την ώρα αυτή του γιορτασιού κατηφορίζοντας, απ’ τον Ζυγό, πρόωρα ξυπνημένες, ορμούσαν μες στην πόλη, σέρνοντας βιαστικά τα ζωντανά, από τα χάμουρα με προσοχή πιασμένα. Ναι, τι ποίηση και τι χαρά που ’διναν τότε, μες την πόλη, οι βλαχοπούλες των βουνών φωνάζοντας και διαλαλώντας μουσικά με τις κρυστάλλινες και γραφικές φωνές τους, όλες μαζί, σ’ ένα πολύβουο φωνητικό γιορτάσι, άλλες... ξύλα και φρύγανα για τη φωτιά, φιλνάδα... Άλλες..... Λάχανα, βραστολάχανα.. πιτολάχανα... μάραθα και ραδίκια... Κι άλλες, όλο και δυνατότερα... απίδια... σέσκλα και κρεμμύδια… ρίγανη, άνηθος κι αυγά... φιλνάδα.
Τι μελωδία εξαίσια, κείνη την ώρα του πρωινού, οι ανθρώπινες φωνές, και τι γλυκός και πεταχτός, σαν μαγικός, ο ήχος! Ο ήχος ο κουδουνιστός, που άπλωνε στον αέρα πάντα την ίδια ώρα, χωρίς σταματημό χειμώνα - καλοκαίρι, το καμπανάκι του σταθμού! Την ώρα ακριβώς, που κι αν βαθειά χαράματα, οι εργάτες απ’ τα σπίτια τους έπρεπε να κινήσουν, για να προλάβουν τη δουλειά. Και νάτοι τούτοι βιαστικοί κι αγουροξυπνημένοι με το φτωχό το κολατσιό, μέσα στη ριγωτή απ’ αλατζά πετσέτα, που ανόρεχτα τραβούσανε, πριν φέξει ολότελα ο Θεός, το δρόμο τους το δύσκολο της ασταμάτητης της βιοπάλης.
Και να και τα παιδόπουλα, την ίδια ώρα εκείνη, οι μαθητές εμείς, σαν σμήνη φασαριόζικα απ’ άτακτα και φλύαρα κιρκινέζια, που διασχίζοντας βιαστικά τις γειτονιές τρέχαμε να προλάβουμε έτσι που να ’μαστε έγκαιρα φθασμένοι στο πρώτο μας το μάθημα, πριν κλείσει η πόρτα του σχολειού και φάμε εκ των υστέρων, από γέρο το Δάσκαλο, τον κύριο Χονδρό, ή την πληθωρική κυρία Αντωνία, το ξύλο της χρονιάς μας.
Έτσι με τέτοια κοσμομάζωξη σ’ όλους τους δρόμους τα πρωινά, τιμούσε ξέφρενα η πολιτεία τούτο το σμίξιμο του ήλιου με την καλή της την Κυρά, λες μέσα σ’ ένα πανηγύρι. Ναι. Όλη η πόλη γιόρταζε, σχεδόν ευτυχισμένη, το φως το ηδονικό και την ειρήνη του πελάγου. Κι έκφραση ρουπωμένη, δίχως σημάδι στέρησης, όλα μαρτύραγαν παντού. Με φωναχτά χαρούμενα κι ήχους διακριτικούς, με μέτρο προσεγμένους. Με πρόσωπα και βλέμματα ξεκούραστα, κι από χαρά ανθισμένα, άνθιζε και η μέρα μας το ίδιο χαρωπή. Όλα ετούτες τις στιγμές, μέσα στη γειτονιά όλες οι ενέργειες μας, μα και οι κινήσεις μας στο χώρο, που απαιτούσανε ολιγαρκείς οι καθημερινές μας, μα κι οι χρόνια μαθημένες, μες τη λιτότητα, ανάγκες μας, δίχως σπατάλη ενέργειας, άνοιγαν λίγο - λίγο ειρηνικά και ήρεμα, σα δροσοστάλαχτα μπουμπούκια. Παντού τριγύρω, στο μυαλό, μέσα απ’ τη μνήμη αυτή, μένει, σαν το αθάνατο νερό, το μύρο εκείνης της ζωής. Το μύρο αυτό, της άγιας μνήμης τούτης, που κι αν σιγά, σιγά μέσα στο χρόνο, σήμερα, απ’ άλλα προωθημένα, διαφημιζόμενα, σημαντικά, - πιο ασήμαντα, μου φαίνεται - τείνει να λιγοστέψει, εντούτοις άσωτο ευτυχώς το χθες, σ’ όσους διαθέτουνε σωστή τη χάρη να θυμούνται, δίνει στο τέλος δυνατό ένα αιθέριο απόσταγμα μεθυστικό, που’ ναι στο τέλος, τέλος, έστω και ντεμοντέ, η ίδια ή Ιστορία. Η αληθινά απλή Ιστορία, κι όχι το προσφιλές, του ραχατιού το παραμύθι, των άμυαλων, από τη βόλεψη, ανθρώπων. Ξέρει να διασώζεται Ιστορικά η μνήμη˙ και να εκτιμάει το ίδιο, και τα μικρά, και τα μεγάλα. Απάντηση σωστή, σ’ όσους σωστά καταλαβαίνουν ετούτο το μικρό, πως μνήμη κι Ιστορία δεν κινδυνεύουν να χαθούν, και πάντοτε θα υπάρχουν, όσο οι άνθρωποι σωστά, και τα μικρά και τα μεγάλα εκτιμώντας, φεύγοντας και ερχόμενοι, θα αγωνίζονται διαρκώς εκείνα μόνο τα άξια απ’ όλα τ’ άλλα να διασώζουν μέσα απ’ τη γνώση και την μνήμη.
Πραγματικά κείνες τις ώρες, που αντιστεκόμενες δεν λεν να ξεχαστούν, η ζάλη της χαράς ατέλειωτη κρατούσε. Κι όλα φαντάζανε και φύση και ανθρώποι τόσο παράξενα και τόσο σαλεμένα, που νόμιζες, πως μόνο ο πάνσοφος Θεός τούτα τα πρωινά, ανοίγοντας καλόκαρδος διάπλατα τα. ουράνιά του, σαν πούπουλα τα μάζευε απαλά, κι από τη γη τα σήκωνε, και τα ’βαζε με προσοχή όλα μέσα στην αγκαλιά του.
Κι όμως, όσο κι αν τα ‘χε ο Θεός όλα στον κόρφο του κρυμμένα, δεν είναι ατέλειωτη η χαρά και στους Θεούς ακόμα, κι ακόμη περισσότερο στους δύστυχους ανθρώπους. Γι’ αυτό δεν είναι φρόνιμο ποτέ, βεβαίως πιο πολύ σε εμάς, άγνοιαστοι να ξεχνάμε, πως πάνω απ’ όλα στέκεται, μοναδικός κριτής, ο αδάμαστος καιρός, που μόνο ετούτος το μπορεί, και διόλου δεν τους λογαριάζει τους μεγαλόψυχους Θεούς κι ότι, σ’ αυτούς, φαίνεται να ‘ναι αρεστό.
Έτσι κι αλλιώς, και σαν οι ώρες κύλαγαν, ο ήλιος βιαστικός έφτανε στα μεσούρανα. Κι η ξενοιασιά του πρωινού έδειχνε λίγο-λίγο, συνέχεια να τελειώνει.
Κι έφταναν κείνη τη στιγμή, λες κι από κάποιο μαγικό κι αόρατο σινιάλο, πίσω προς την ανατολή οι πρώτες παιχνιδιάρικες σκιές. Κι έσκαγαν μύτη, μες στο γιόμα, σαν γκρίζα φίδια οι σκιές, μισοκρυμμένες πονηρά στο θερμασμένο αέρα. Κι ήτανε τούτη η ώρα, που γέμιζε το μαγαζί, των πρώτων βοηθειών. Κι ο Μπάρμπα Μοραΐτης, δίχως να σταματάει λεπτό, περίφροντις, με ξέχειλες από γλυκό κρασί τις πήλινες μισές, κερνούσε αδιάκοπα όλους τους διψασμένους κι όλους τους ανυπόμονους πελάτες. Όλο εκείνο το ντουνιά, που φλογισμένος έτρεχε, από το κάμα του ήλιου, να πιει και να ρουφήξει το κόκκινο δροσιστικό και δυνατό σερμπέτι.
Οι μυρουδιές του φαγητού ανάκατες στη γειτονιά, έδιναν το δικό τους, τούτη την ίδια τη στιγμή, το μπερδεμένο χρώμα. Και μύριζε κείνη την ώρα σύγχρονα ο αέρας φορτωμένος, από τη μια, θαλασσινό ιώδιο και πυρωμένο αλάτι, από την άλλη πάλι, επικρατούσε η μυρουδιά της τακτικής της φασουλάδας, και του καμένου κρεμμυδιού. Μα πάνω απ’ όλα λίγδιαζε, χορταστική η ατμόσφαιρα, απ’ ορεξάτες μυρουδιές, που ανέβαζαν στον ουρανό τα μπουχαριά δοξαστικά, πασαλειμμένες λάδι, καθώς τα ψάρια ψήνονταν στην πυροστιά και στο τηγάνι. Κι ήταν θεσπέσιες πραγματικά όλες αυτές οι μυρουδιές, που έντονα αόρατες πλανιόνταν στον αέρα. Με τη χαρά της ευφορίας, σαν γκαστρωμένες νιόπαντρες, ανέβαιναν σιγά, σιγά όλο καμάρι, κορδωμένες, τούτες οι πλούσιες οι μυρουδιές˙ κι ύστερα ζαλισμένες, απ’ το ψηλό τους πέταμα, έπεφταν ώριμες στη γη, σαν γινωμένο ρόδι. Κι έσπαγαν και λαχτάραγαν όλοι στη γειτονιά, απ’ τα πολύτιμα κομμάτια. Απ’ την πολύτιμη την ευωδιά.
Την ώρα εκείνη ακριβώς, τέλειωνε το σχολείο. Και τα παιδιά βιαστικά έτρεχαν, απ’ την αίθουσα, - ξελιγωμένα απ’ το πρωί - στη θαλπωρή να πάνε, του ταπεινού τους σπιτικού. Κι εκεί, σαν πρώτη τους δουλειά, ν’ αρπάξουν το κουτάλι, ήταν η μόνη έγνοια τους, και τρώγοντας να μεγαλώσουν, ήταν ο μόνος ο σκοπός τους. Και σαν τελείωνε και το φαί, όλα ερήμωναν στην πόλη. Χειμώνες, καλοκαίρια˙ γιατί, οι άνθρωποι εργατικοί - όσο χρειάζονταν, να πεις - σίγουρα όμως κουρασμένοι, έστω και λίγο μαχμουρλήδες, ξάπλωναν στο γιατάκι τους, για να τον πάρουν λίγο.
« Να... μία, με δύο ωρούλες, όσο να ξαποστάσω.» Έτσι συνήθιζαν να λεν, για τον μακάριο τον ύπνο˙ φίλο πιστό, ξεχωριστό στην κούραση, ακόμη και στην τεμπελιά˙ και τέλος γιατί όχι, και στην, όχι και τόσο άδικα, αγαπημένη τους ανατολίτικη συνήθεια.
Κι ήτανε σαν παράλυτος, στο μεταξύ, στον ουρανό ο ήλιος. Ξέχειλος απ’ του έρωτα τις μύριες απολαύσεις, αποτραβιόνταν συνετά, λίγο ­το λίγο κουρασμένος, απ’ το κορμί της Κάϊνας˙ κι ανέβαινε σιγά, σιγά τον μακρινό ανήφορο της φλογισμένης δύσης. Ενώ ξωπίσω του, η πρόσκαιρα αφημένη, η αχόρταγη Κυρά, η δόλια η Λιμνοθάλασσα, του έρωτά της κατευόδιο, ένα ασημένιο άνοιγε διάπλατο ποτάμι σμαραγδί, από βαρύγλυκους, σοροπιασμένους στεναγμούς, για να περάσει, μέσα απ’ αυτό, αυτός ο τυχερός, ο αιώνιος εραστής της.
Και τώρα, που ο έρωτας έδειχνε να ’χει τελειώσει, τούτος ο μπαγαμπόντης, ο ανδρούκλας, ο αγαπητικός όλως διόλου χορτασμένος, κόκκινο πετεινάρι έμοιαζε ξεπουπουλιασμένο, γονατισμένο ολότελα, στο τέλος αχαμνό. Ναι. Λίγο, πριν τον κοιμίσει η Οξιά, μέσα στον κόλπο της, της δύσης, ανίκανος και χλιαρός ο ήλιος, μονάχα με των κάρτ-ποστάλς την άσεμνη την ομορφιά, ταίριαζε τώρα πια, η προηγούμενη η καλλονή, της παιδευμένης δύναμής του. Κι όμως πραγματικά δεν είναι αδύνατο κι αυτό, ούτε κι αστείο βέβαια, το ότι δηλαδή όταν περάσει η όρεξη, ακόμη και ο έρωτας σαν παραμύθι μένει. Ναι, μες στον κόλπο της Οξιάς παραμυθένια η δύση, όσο πανέμορφη κι αληθινή ήτανε, λίγο πριν από ετούτη, η Ανατολή, η ίδια η ζωή. Αλλά και πριν και τώρα ευτυχώς, το νόημα το ανθρώπινο, εδώ, σε τούτο το μεταίχμιο, δεν ξεπερνά τα όρια μιας μαγικής αοριστίας. Το νόημα αν και μεγάλο πάντοτε, μένει αόριστο διαρκώς˙ και μόνη εντύπωση ψηλαφητή, το θάμβος των χρωμάτων, στα σύνορα του ορίζοντα, μένει να καθορίζει το αιώνιο υπάρχον˙ εκεί ακριβώς στο ελάχιστο, εκεί ακριβώς στο απυρόβλητο το αφανές. Εκεί που χάνεται η ζωή, κι εκεί που ανατέλλει.
Ναι. Στα όρια τού είναι της Οξιάς, ζωής ανεπανάληπτης, μ’ όλα τα μυστικά κάθε στιγμής της τώρα πια δομένα, από πληρότητα κι από γαλήνη σκεπασμένα, κυριαρχεί κι απλώνει ακράτητο το θαυμασμό, μοναδική η εντύπωση του ιλιγγιώδους όμορφου, του θάμβους των χρωμάτων. Εκεί και μόνο εκεί, και μονάχα για λίγο, τα κόκκινα, τα ρουμπινιά, τα βιολετιά κι οι αμέθυστοι, και το μελί το κεχριμπάρι, στο προσκεφάλι τ’ απαλό τ’ ονειρικού γαλάζιου. Εκεί που μαγικά, πριν απ’ το τέλος, όλα, ωραία κι άσχημα, κάθε στιγμή αλλάζουν. Εκεί, που αυτό που γίνονταν, μέσα στη φύση όλη, έμοιαζε κι ήτανε αληθινό και άπιαστο, ένα στιγμιαίο θαύμα. Ένα στιγμιαίο θαύμα˙ κι η απόσταση μηδαμινή, απ’ την Αυγή ως τη Δύση.
Πόσο κρατάει ο στεναγμός, πόσο κρατάει το γέλιο; Ένα τεράστιο και μικρό και στιγμιαίο θαύμα, που απ’ την 0ξυά τώρα απλωνότανε ειρηνικά, σαν αντιφέγγισμα μες σε σερνόμενες σκιές χρωμάτων παθιασμένων˙ κι έφτανε έτσι μαγικά το απόβραδο γλυκό και σιωπηλό, γεμάτο από δύναμη περίσσεια, λίγο το λίγο να χωθεί, ανάμεσα στους πιο βαρείς χρωματισμούς των παλιωμένων σπιτικών, της γκρίζας πολιτείας.
Κι εδώ στα γήινα, τα πεζά, στα υπαρκτά, τ’ αληθινά, τούτη την ώρα πλέον μοναδική ελπίδα επικρατούσε, το κόκκινο, το μπλε, το σκούρο καφετί κι οι γκρίζες αποχρώσεις της νάρκωσης και του αιώνιου ύπνου, που έφτανε γαλήνια, πριν τα σκεπάσει όλα σε λίγο το σκοτάδι.
Πέπλοι πυκνοϋφασμένοι, ακριβοί, από μετάξι λες, αδιάφανοι οι ήχοι άπλωναν στον αέρα, στέρεα καρφωμένοι, σαν και να είχαν από πριν, για τούτο, έτσι ετοιμαστεί, για να ησυχάσουν πια, με την ανάπαυλα της μέρας και να ακούγονται απαλοί, μέσα στη σιωπή, λίγο το λίγο απόμακροι, γαλήνια σβησμένοι.
Πέρα μακριά, έρημες τώρα πλέον οι εξοχές, ντύνονταν μες στη φούρια της πάνσοφης της φύσης, με χρώματα μοναδικά, σχεδόν θλιμμένα, σκοτεινά. Το δειλινό ξεψύχαγε στιγμή με τη στιγμή.



Δειλινό. Φωτ. δανεισμένη από το Internet

«Σπύροοοοο... Γιάννηηηη...» ακούγονταν προστακτική και φροντισμένη δυνατά, της μάνας η φωνή, που όπως η κλώσα το μικρό πουλί, σαν πλάγιαζε η νύχτα, έτσι κι εκείνη η καψερή καλούσε το παιδί της.
«Άντε, δεν χόρτασες μαθές το έρμο το παιχνίδι; Ώρα να μαζευτείς.»
Την ίδια ώρα εκείνη, στις αμπολιές, όλοι μαζί, τρέχανε πάνω-κάτω βιαστικοί, οι ψαράδες. Γεμάτοι έγνοια τώρα, έκαναν ότι έκαναν, για να προλάβουν τη μπουνάτσα και να κοτσάρουν το πανί. Την μπαλωμένη ράντα, στ’ άσπρωγμα, για ταξίδι, του απαλού μαϊστραλιού. Φουριόζοι κι όλο νεύρα, την τελευταία τη στιγμή, ετοίμαζαν με την ψυχή στο στόμα, ότι απ’ τα σύνεργα της ολονύχτιας δουλειάς δεν το ’χαν έγκαιρα, όπως θα έπρεπε, ετοιμάσει. Σέσλες βαθιές στο χέρι τους μεταμορφώνονταν με μιας, σε χειροκίνητες αντλίες, που με σκερτσόζα μαστοριά ρουφούσαν κι άδειαζαν, μέσα στο άψε-σβήσε, όλα τα απονέρια, ανάμεσα απ’ τις γυρτές στραβοξυλιές του πάτου της γάϊτας, στη μπλαβιασμένη θάλασσα.
Πλεχτά πανέρια, από καλάμι, ή λιανοκλάδια λυγαριάς, γεμάτα με το βραδινό, καμιά κουβέρτα βρώμικη, ή μια τριμμένη κουρελού, δίχτυα ή παραγάδια, τα ‘φερναν τα μουντά ακρογιάλια με προσοχή και χάρη φορτωμένες, πάνω στα μαντιλοδεμένα τους κεφάλια, γριές και νιες μανάδες ή οι ταλαίπωρες γυναίκες, και στους ανύπαντρους οι αδερφές˙ ενώ ξωπίσω έσερναν πάντοτε με στοργή, από τη φούστα κρατημένο, όλο το παιδομάνι. Το παιδομάνι εκείνο, που πιο συχνά ξεβράκωτο, γυμνό ως την κοιλιά, ξυπόλυτο, και αν και νυσταγμένο, ήθελε εντούτοις, μ’ όλα αυτά, να ‘ναι εκεί κοντά, για να προλάβει ν’ αγναντέψει το ξάνοιγμα στο πέλαγος, του καπετάνιου, κύρη του.
Έτσι, καθώς το φως σιγά, σιγά λιγόστευε στη πλάση, ώστε στο τέλος όλα να φαίνονται αμυδρά, ξανοίγονταν, πέρα μακριά στην Κάϊνα, σαν ένα σμάρι από λευκά πουλιά, οι φουσκωμένοι φλόκοι και τα πολύχρονα σκαριά των πριαριών˙ και τότε ειρηνικά λιγόστευε μαζί τους κι ο αχός, κι η κίνηση μαζί. Μαζί, κι η αγωνία των μεροκαματιάρηδων ψαράδων. Κι όλα, σεκλέτια και χαρές τα ‘σερνε ελαφρά μες στη θολή της αγκαλιά, να τα κοιμίσει η νύχτα, μέχρι να ξημερώσει, ίδια ο θεός, την επομένη μέρα.
Την ώρα αυτή ακριβώς, που όλα σταμάταγαν παντού, στο δρόμο της Τουρλίδας, μοναχικός περπατητής ήταν ο Καπετάν Αλέκος, ή όπως αλλιώς τον ήξεραν καλά κι από καιρό οι αγαθοί χωρατατζήδες, της κάτω αγοράς, με τ’ άλλο τ’ όνομά του, ο κυρ Καπτάν δεν πάω.
Πάνω στο δρόμο της Τουρλίδας, ο κυρ Αλέκος, πάντα πιστά την ώρα ετούτη, πήγαινε, ή πιο σωστά τραβούσε με ηδονή αργά, αργά τα βήματα, δυο μέτρα πλαι στη θάλασσα, στον ιδιόρρυθμο τον δρόμο. Τον δρόμο το ξεχωριστό που ελεύθερος τραβούσε μοναχικός προς την κατάλευκη την έξω αλυκή.
«Ο δρόμος της Τουρλίδας. Θάλασσα μπρος και πίσω, θάλασσα απ’ όλες τις μεριές, κι αυτός, τι μεγαλείο μάτια μου, να είναι ανάμεσα της! Πόσο ωραία ένοιωθε, μέσα στα σωθικά του; Θα ‘λεγες τόσο ωραία, σαν καπετάνιος να ’τανε σ’ ακίνητο καράβι.» Πόσο τον ξεγελούσε, τον καπετάν Αλέκο, από καιρό η θάλασσα˙ κι όμως την ίδια τη στιγμή πόσο την λαχταρούσε, και πόσο μωλαϊμησε, μες στη ζωή απ’ αυτή;









Από παιδί ταξίδευε στα πέλαγα του κόσμου, μαζί με τον πατέρα του, τον Μπάρμπα Νιόνιο, τον ζωγράφο.





Τ’ άρεσε εκείνου, με μπογιές, να ζωγραφίζει τη γοργόνα, την αδερφή του Αλέξανδρου, στα περισσότερα καράβια, που άραζαν για ξεφόρτωμα, από τα ξένα στο λιμάνι. Με μια, από τις πάσαρες, του Κυρ Βουρλά του Τάσου, αυτός κι ο καπετάνιος κύρης του, είχαν οργώσει τα νησιά, όλα του Ιονίου. Και μια φορά, μάλλον απ’ ένα λάθος τους στη χάραξη της ρότας, χάθηκαν στην Αδριατική, αναζητώντας μάταια μπροστά τους την Ιθάκη.
Τον μάγευε η θάλασσα˙ κι ένοιωθε σιγουριά και δύναμη μεγάλη, όσο διαρκούσε τ’ άσωτο μέσα στο χρόνο πέρασμά της.
Χρόνια απέφευγε να παντρευτεί. Ήθελε να ’ναι ελεύθερος. Σίγουρος προτιμούσε, οι ρίζες του να πλένε, κάλλιο στο εφήμερο του αφρού, παρά στην τακτοποίηση, που εξασφάλιζε το χώμα. Σπίτι, παιδιά, γυναίκα, όλα μαζί ήταν, γι’ αυτόν, η θάλασσα. Η θάλασσα αυτή, που πιότερο κοντά του, απ’ ότι άλλο γύρω του, στη φαντασία, μέσα του έπαιρνε σάρκα και οστά και γίνονταν ηλιοκαμένη, υδάτινη, γυναίκα όμορφη, ναζιάρα. Μία κοπέλα ολάνθιστη, χαρούμενη ρευστή˙ που λες και τον καλούσε διαρκώς μπροστά να προχωράει, σα να ’θελε στο τέρμα κάποιου απόμακρου γιαλού, στ’ άσωτο το διάστημα του ορίζοντα μπροστά του, μ’ ωριμασμένο πάθος, εκεί και μόνο εκεί ακριβώς, ολότελα να του δοθεί.
Το ‘νοιωθε μαγικό τούτο το κάλεσμα της κι άφηνε ακυβέρνητη τη δόλια την ψυχή του σ’ ένα ταξίδι συνεχές, κίνησης παθιασμένης, σχεδόν μοναδικής. Σ’ ένα ταξίδι ατέλειωτο, χωρίς σταθμούς κι εμπόδια, δίχως ελπίδες, κι όλους τους μάταιους σκοπούς. Σ’ ένα ταξίδι μυθικό, μες στο πυκνό μυστήριο της λευτεριάς του άγνωστου, που μόνο αυτό, αληθινά, μας την προσφέρει.
Κι έγινε, στον καιρό, γρήγορα καπετάνιος. Κι έφευγε τώρα πλέον, πριν καν αράξει σε λιμάνι, ολοένα πιο συχνά. Κι έφευγε και χανότανε στους μακρινούς ορίζοντες, διαρκώς και πιο μακριά. Κι ένοιωθε κάθε μίλι, όλο και περισσότερο τη γλύκα να στοιβάζεται, ολοένα και βαθύτερα, μέσα στα αξεδίψαστα, τα υφάλμυρα τα σωθικά του.
Και πέρασε ο καιρός. Κι έψαχνε, μες στα πέλαγα˙ και μες στη μοναξιά του. Κι όλο και περισσότερο ένοιωθε να γλιστρά, μες στο βυθό της ευτυχίας. Τίποτα δεν τον κράταγε στο κόσμο τον χωμάτινο, στον κόσμο τον συμπαντικό. Όλη η ύπαρξή του, λες κι έγινε νερένια. Θα ’μενε έτσι, μες στο νερό κι αυτός ας πούμε, όπως και όλοι οι άλλοι, οι νεραϊδοαρπαγμένοι, που δεν γυρίσανε ποτέ.
Κι όμως μια αρρώστια ξαφνική, που άρπαξε στ’ Αλγέρι, έφτασε να γκρεμίσει μύθους και παραμύθια˙ κι άκων - εκών τον έφερε στον τόπο του, άχρηστο να τον καθηλώσει, - τόσο παράξενη η ζωή! - στους δρόμους και τις γειτονιές, της πόλης μας, για πάντα.


Εγγονόπουλος



Έξαλλος στην αρχή, κι αντίθετος τελείως στις αυστηρές, ιατρικές συστάσεις, ρούφαγε το τσιμπούκι του, σαν μανιακός μες στο λιμάνι. Σιγά, σιγά και μια κι η φυματίωση αργούσε να περάσει, ίσως απρόσμενα απ’ την αρχή, γρήγορα όμως έπειτα φάνηκε να αλλάζει, όλως διόλου, ριζικά στο βάθος η ψυχή του. Η έξαψη, τα νεύρα του, λίγο το λίγο υποχωρούσαν. Μια θλίψη απέραντη, βαθειά, τον πρώτο τον καιρό, δεν κράτησε πολύ. Στο τέλος μάζεψε˙ κι έμπασε τόσο ο κακομοίρης, σαν το πανί στο μούσκιο. Κάμφθηκε το ωραίο του, τ’ αντρίκειο το παράστημα˙ και το χειρότερο γι’ αυτόν, μπατάρισε το θάρρος του και η παλικαριά του, που τόσο έδειχνε παλιά στις δυσκολίες της ζωής. Και αν ήταν νιος στα χρόνια; Ετούτη τη στιγμή έμοιαζε μαραζωμένο, προ πάντων φοβισμένο, άλαλο γεροντάκι.
Κι ήτανε τότε, που ’ρθε το τελικό και τ’ άδικο, να τονε βρει κακό. Έβρεχε τρόμπες ο Θεός˙ κι έξω από τον καφενέ, λυσσομανούσε ο Γαρμπής˙ κι η νύχτα πήχτρα στο σκοτάδι. Καθηλωμένη η ματιά, του Καπετάν Αλέκου, έβλεπε και δεν έβλεπε, μέσα στο όμορφο το κάδρο, στον τοίχο απέναντί του, * την εκ πολλών αμαρτιών, * μετανοιωμένη μυροφόρο˙ που ξαπλωμένη, ταπεινή, ξόδευε μύρο ακριβό κι έπλενε απαλά τα πόδια, του Χριστού˙ ενώ την ίδια τη στιγμή, με τις μακριές, σταρένιες της πλεξούδες, τα αχνοσφόγγιζε συγχρόνως.





Μαρία Μαγδαληνή -Τζάνες.

«Πόσο; ... Στ’ αλήθεια, είναι όμορφη ετούτη η ζωγραφιά! Όμως, ο διάολος που να πάρει, αλλού το πρόβλημά μου... και λύση περιμένει!»
Από νωρίς οριστικά το ’χε αποφασίσει, απόψε αργά το βράδυ, κι ο κόσμος να χαλάσει, ετούτος θα σαλπάρει. Όχι. Δεν ήτανε κι αυτή μια απόφαση, σαν τόσες άλλες που ’χε πάρει τον τελευταίο τον καιρό, μέσα του μυστικά, επί ματαίω βέβαια. Όχι. Σήμερα τ’ αποφάσισε, παρ’ όλο που δεν ήξερε, για πού και πώς, να φύγει. Πρώτη φορά, απ’ το πρωί, με προσοχή μεγάλη αρμάτωσε τα ξάρτια, έλεγξε τα πανιά, τους κάβους και τις σαλαμάστρες˙ πέρασε ξύγκι τους σκαρμούς, τα ράουλα και το τιμόνι. Με την σβελτάδα την παλιά, πόσες δουλειές στο πρωινό, δεν πρόλαβε να κάνει!
Παράγγειλε και φτάσανε τρεις ναύτες, απ’ το Αιτωλικό. Ψώνισε τα χρεούμενα, όλα απ’ το παζάρι˙ κι όρισε «το βραδάκι, σαν θέλει ο γιαραμπής, θα βγούμε στο κανάλι».
Μα τώρα, τούτη την ώρα στριμωγμένος, μέσα στο μαγαζί, έβλεπε κι όλο έβλεπε... την όμορφη Μαγδαληνή˙ κι όσο γαλήνευε αυτός, τόσο ανάποδα ο καιρός, έξω απ’ τα παράθυρα, αγκομαχούσε πιο πολύ, σχεδόν σαν εφιάλτης... Δυο μέτρα παρακεί, έξω από τον καφενέ, η θάλασσα μπροστά του, κι ετούτος ο ανήμπορος, σαν και να έψαχνε, χωρίς να το μπορεί, μες στο σκοτάδι να τη δει. Υψιπετής, μεγαλειώδης η φουρτούνα, το ξέσπασμα κι η αντάρα της μανιασμένης Θάλασσας αλώνιζε τη νύχτα˙ και τ’ ανθρωπάκι, αυτό το ταπεινό, τα χρειαζότανε πολύ. Κι απορημένος τώρα, όλο και περισσότερο ρώταγε συνεχώς, με σιγανά μισόλογα, τον ίδιο του τον εαυτό... «Μωρ’ να ‘ναι αυτή; Τόσο γνωστή!... Μωρ’ να ’ναι αυτή;... Τόσο μες στον καιρό χαμένη;».. Κι απ’ έξω σφύριζε ο αέρας˙ και τ’ άγριο κύμα ούρλιαζε˙ και ζάρωνε συνέχεια, ώρα την ώρα, ο καπετάνιος... «Όμορφη η Μαγδαληνή... Κέρδισε τον παράδεισο, ξοδεύοντας το μύρο!... Όμορφη!.. Όμορφη, που ’ναι μάτια μου… και δύσκολη τόσο πολύ, αιώνια η δαιμόνισα. Πόσος καιρός, που πέρασε;… Εκείνη τα κατάφερε, για μια στιγμή μονάχα και με τη πίστη της και μόνο, κέρδισε τον παράδεισο… κι εγώ, τώρα στο πίσω- πίσω τι καρτερώ, απ’ τη ζωή, αφού απ’ τα μικράτα μου, μόνο σε κείνη πίστεψα;»









Όλη η γαλήνη μέσα, μα απ’ έξω από τον καφενέ, το ουρλιαχτό... ο καιρός... Ετούτος ο παλιόκαιρος, τ’ αστροπελέκι, ο χαλασμός κι η μαύρη η τρικυμία....
« Όμορφη, που ’ναι.... μάτια μου...Όμορφη, που ’ναι η θάλασσα, σαν μιας ανάγκης ξωτικής πλάσμα χτισμένο τέλεια. Ίσκιος της πέτρας, άδεια από σάρκα και από αίμα, θολό κι απόκοσμο μυστήριο, σχεδόν καθρέφτισμα αρχαϊκής θεάς, βγαλμένης λες μες απ’ το έρμο, το βαθύ, το απέραντο σκοτάδι. Δαιμόνισα ψυχή… δειλή ψυχή μου των πνευμάτων˙ που απόφυγες να ασπαστείς, όπως και τη ζωή, έτσι το ίδιο ευλαβικά τη νύχτα που σε ζώνει. Όμορφη, που ’σαι θάλασσα!…» Σκέφτονταν... κι έλιωνε ο δόλιος˙ κι όλος φαρμακωμένος τώρα γινόταν άθαρρος, ολότελα σκυμμένος, μες το ατίθασο, σκληρό, το αφηνιασμένο αφούγκρασμά της. Και τότε, τι να κάνει; τι άλλο να ’κανε ο δόλιος, μάζευε λίγο, λίγο, ολοένα πιο πολύ. Και τότε ανίκανος ν’ αντισταθεί, το ’νοιωθε πάλι πιο πολύ τ’ ανελέητο, εκείνο το ψυχρό, το γέλιο της θεάς να του καρφώνει αμείλικτο, με πρόγκες σουβλερές, απ’ την αμφιβολία φαρμακωμένες κάργα, όλο το πάθος μιας ζωής, πάνω στην έρμη αμπολιά, κι όλο το βύθισμά του, μες τον παράδεισο του ονείρου. Άδειος, το ’βλεπε τώρα ο δύστυχος, ότι, ότι κι αν έκανε, όσο κι αν λύσσαγε, άπιαστο μες τα χέρια του, έμενε να ρηχαίνει το απέραντο το πάθος του, να είναι ελεύθερος, έστω στα όνειρά του. Διαρκώς, το ’βλεπε λίγο, λίγο, όλη η λαχτάρα του να λιγοστεύει˙ και τώρα αισθάνονταν ο δόλιος ολωσδιόλου πιεσμένος, τόσο μπασμένος τελικά, μέχρι να εξισωθεί το ύψος των ονείρων του, στο μήκος της αλήθειας. Το ’ξερε τώρα πια ο άθλιος, τούτο τ’ αστείο τ’ ανθρωπάκι, πως δεν την άντεχε την άβυσσο, για λευτεριά, που έλπιζε τόσο πολύ η καρδιά του. Τον νίκαγε η Θάλασσα, αυτή, που αυτός ο ανίκανος, τόσο πολύ αγαπούσε.
«Να πάω;... να μην πάω;...» Αναρωτήθηκε;... Τι το ’θελε;.. δίχως και να το καταλάβει, το επανέλαβε στα φωναχτά... και πάλι ύστερα από λίγο, το ίδιο δυνατά. «Η πάσαρα δεν θα τα βγάλει πέρα… οι αρμοί χαλάρωσαν… μπάζουν νερά…. Κι έπειτα διαολόκαιρος, το ’χει γυρίσει τραμουντάνα. Δεν πάω!» Τραύλισε ξέπνοος, σχεδόν έτοιμος πια να καταρρεύσει. Μα τον ακούσανε οι άλλοι, όλοι οι ζηλόφθονοι, οι αραγμένοι μια ζωή, μέσα στον καφενέ.
«Άντε, εις υγεία, του *Καπτάν δεν πάω*,» είπε σαν τον αντίλαλο, ποιός ξέρει ποιός, από το πλήθος˙ κι έμεινε απ’ τα τότες το παρατσούκλι ή τ’ όνομα, άδικα, του ανθρώπου.
Από τα τότε βέβαια, έμαθε αργά, αργά, να ζει μες στης ταπείνωσης τα σχόλια, τις ρίμνες και τα χωρατά, που έκαναν στην αρχή, πάντοτε οι αφώτιστοι, αριά και που οι θρασύδειλοι, συνέχεια οι αφελείς. Πίσω του στην αρχή˙ κι έπειτα φανερά και λυσσασμένα, ακόμη και μπροστά του. Μα ευτυχώς με τον καιρό, ο καπετάν Αλέκος αλάφρυνε, να πούμε˙ κι έμεινε πούπουλο, σαν καλοζυγισμένος γλάρος, να κρέμεται αιωρούμενος, από ένα γάντζο μιας παλάντζας απέριττης κι ευσπλαχνικής, πλάι στο λιμάνι απέριττος κι αυτός, μες το καιρό να ισορροπεί. Να ισορροπεί˙ και σαν για τιμωρία καθηλωμένος ν’ αγναντεύει, είκοσι μίλια απέναντι, εκείνες τις ξανθές τις αμπολιές, τ’ αμπέλια, τα μοσχάμπελα, με τις σταφίδες τους σα μέλι, και τις απέραντες τις σπιάντζες˙ απ’ όπου αχολογούσανε θαμπά, μέχρι τον τόπο του, οι Μοραΐτικες χαρούμενες φωνές, κι όλα εκείνα τ’ άγνωστα, σ’ όλους τους συντοπίτες του, τα τόσο μακρινά, που δεν τους άφησε ποτέ να τα γευτούνε, ανίκανοι και σκουριασμένοι, σ’ όλη τους την ζωή, το μαγικό κανάλι.
Πρώτη φορά που μπόρεσε, ετούτο τον καιρό, να υπολογίσει ένα- ένα, όσα απ’ τα θαύματά της, είχε η περασμένη του θαλασσινή ζωή. Κι ήτανε στα βαθιά του οι θύμησες αυτές, τόσο πολύτιμες και τόσο εκλεκτές, που ’μοιαζαν σαν και να ’παιζαν εκείνες τις στιγμές, χορεύοντας σ’ ανεμοδούρας το ρυθμό, όλο χαρά και σύνεση το γύρω, ­γύρω όλοι, στη μέση αυτός μοναχικός, και τ’ όνειρο στο κέντρο του, μ’ αγάπη σφαλισμένο.
Έτσι αναποφάσιστος, σιγά, σιγά άρχισε να ριζώνει. Έπιασε μια δουλειά, σ’ ένα γραφείο ναυτικό. Κι έπειτα... ναι, παντρεύτηκε. Πήρε, *για βίο ανθόσπαρτο*, μία ξενοτοπίτισα, γυναίκα θρήσκα και πολύ καλή νοικοκυρά. Και δόξα να ’χει ο γιαραμπής, πρόλαβε και απόχτησε δυο θυγατέρες και τρεις γιους.
Όσο για τ’ άλλο του, το μυστικό, μόνος του κάθε βράδυ σεργιάνι τράβαγε μακρύ, στο δρόμο της Τουρλίδας. Μια σκεβρωμένη, από τα χρόνια τώρα πια, φιγούρα ανθρώπινη, μέσα στο δειλινό, βραδυπορώντας, ξέκοβε, λες και πατώντας στα κλεφτά, αγκομαχώντας μες στο δρόμο, σαν ν’ αγωνίζονταν, απ’ τ’ αδιέξοδο να φύγει, μες στ’ ακατόρθωτο, αν είναι δυνατόν, ατόφιος να χωθεί. Εντούτοις τι τα θες, ανόητος φαινότανε, κι άδικος τώρα ο κόπος. Τώρα το γνώριζε καλά˙ κι ευχαριστιόνταν, όλο του το μαρτύριο, με εγκαρτέρηση να υπομένει. Πίσω του ο ίδιος δρόμος, πάντα οι ίδιοι οι ανθρώποι˙ κι ο εαυτός του ο ίδιος˙ διαρκώς όλα μαζί, και το καθένα χωριστά, λες και τον παίρνανε κατόπι, λες και τον κυνηγούσανε, για να τον φέρουν πίσω. Μα από πού; οι άμυαλοι!
«Είναι ο Καπτάν δεν πάω... γυρίζει πίσω πάλι.»
Ναι, όπως γυρίζαμε κι εμείς, σε κείνους τους απάνεμους γιαλούς˙ δίνοντας μόνο από συνήθεια το τυπικό παρόν, δίχως διάθεση καμιά, στις άδειες μέρες μας να αγκιστρωθούμε. Στις άδειες μέρες μας, που έτσι ακυβέρνητες φεύγουν αδιάφορες, χωρίς ν’ αφήνουν ίχνη, στ’ άγραφο το τεφτέρι της ξοδεμένης μας ζωής.
Πόσο δειλοί, χωρίς τη μνήμη και τον ρεμβασμό!... Έτσι που καταντήσαμε αναίσθητοι, μέσα στο σήμερα μικρόψυχοι να ζούμε, μίζεροι και τυφλοί, ανήμποροι σχεδόν να διακρίνουμε το θαύμα˙ το θαύμα, ότι υπήρξαμε˙ τι ευτυχία! - τίποτα άλλο απ’ αυτό. Ότι υπήρξαμε μέσα στο παρελθόν, απελπισμένοι εραστές, μ’ αυτό το ακατόρθωτο, ξετρελαμένοι αγαπητικοί, με τούτο τ’ άπιαστο, ή με εκείνο δυστυχώς, που μοναχά μπορούσαμε να ζούμε.
Έτσι η αλλιώς, κυλάνε οι μέρες κι απομένουν πίσω αόριστες, θολές, σαν σπίτια στο μισόφωτο άδεια και ρημαγμένα˙ σαν δρόμος μοιάζουν φωτισμένος, με τ’ αμυδρό, το τσιμπλιασμένο φως των φαναριών, που ανίσχυρο αυτό, όσο κι εάν το προσπαθεί, δεν φτάνει να φωτίσει, δύο μέτρα πιο μακριά, τους ανθισμένους τους σταθμούς, που λες καταραμένοι˙ δίχως εμείς - συνέχεια ταξιδευτές - να το μπορούμε κοντά τους να γυρίσουμε˙ αυτοί διαρκώς στο πόστο τους ξάγρυπνοι να μας περιμένουν.
Ναι! Ωσάν εκείνους τους παλιούς σταθμούς, είναι και οι μέρες μας που ’φυγαν, που ενώ τους προσπερνάς, έτσι που είναι αδειανοί, θλίψη σου προκαλούν στο υπόλοιπο ταξίδι˙ και σ’ οδηγούν στον πειρασμό, γνοιασμένος πιότερο ν’ αναρωτιέσαι, μην τάχα κι είναι η μοίρα τους, έτσι απ’ το Θεό γραμμένη, στ’ αζήτητα του χρόνου όλα να μένουν τα παλιά.
Άδειοι σταθμοί, και μέρες αδειανές. Μέρες και νύχτες η ζωή μας, ίδιες και απαράλλαγες, όπως θα μίλαγε κι ο ποιητής, μ’ αυτές που είναι ν’ αρθούν. Κι ίσως τα ίδια είχε να πει, μνησίκακα κάθε ανήσυχη ψυχή, έτσι σαν τα στοχάζονταν ψυχρά εκείνα τα χαμένα, γνοιασμένη πιότερο, απ’ τα μελλούμενα του κόσμου ετούτου τα κακά, που’ ναι μπροστά μας να φανούν. Μέρες και νύχτες που έφυγαν, ίδιες και απαράλλακτες στης λησμονιάς το χτες. Κι όμως, στ’ αλήθεια δυστυχώς, μόνο σαν έφυγαν, πόσο αλλιώτικες, η μια από την άλλη, πίσω στο χρόνο ταξιδεύουν; Και ποιός κακός λογαριασμός, αν το σκεφτούμε κάποτε, τις έσπρωξε βιαστικά˙ κι άδειασε τόσο γρήγορα τη δανεικιά, μέσα στο χρόνο, υπόστασή μας.
Μέρες και νύχτες η ζωή μας. Ποια άλλη επιλογή; Ας ήτανε λοιπόν μπροστά να γύριζαν και πάλι .
Ας ήτανε λοιπόν να ξαναέρχονταν πάλι, βράδια ειρηνικά καλοκαιριού, κάποιας του Ιουλίου μέρας.
…Μια φέτα κόκκινη, σαν το καρπούζι, το φεγγάρι˙ κι ένα ασημένιο μονοπάτι ν’ αργοκυλάει, μες στο σκοτάδι λάμνοντας ήρεμα και σιωπηλά, το φως του μες στο κύμα, τραβώντας προς την Πλόσταινα. Χλαπ... Χλούπ... Χλαπ... Χλουπ..... Μοναχικός ο ήχος, σαν το φιλί του εραστή, π’ άφηνε το σταλίκι, χωμένο ηδονικά μέσα στη μελωμένη αγκαλιά της νυσταγμένης Κάϊνας. Χλαπ. .. χλουπ... Κι έμοιαζε το πριάρι, με το γαλάζιο του πανί, ν’ αργοσαλεύει ονειρικά, σ’ ένα χαρούμενο ταξίδι.
«Τσιμουδιά... Ν’ ακούστε όλοι τον αχό της νύχτας, που ανασαίνει.» Ο Γιώργος κι η φαμίλια του και στην κορφή της πλώρης, μισογερμένη στο πλευρό, σαν τη γοργόνα όμορφη, με τα θαλασσινά της μάτια ν’ αντιφεγγίζουν στο φεγγάρι, λάμψεις από αμέθυστους και αστραπές από ζαφείρια˙ πανώρια νια στα 18 της χρόνια, το ορφανό της γειτονιάς, η σγουρομάλλα Ηρώ.
«Άντε, που να ’χεις, όλου του κόσμου τα καλά, πες το μας το τραγούδι,» παρακαλούσε λιγωμένα η κυρά-Γιώργαινα, η Μαρία.
Χλαπ... χλουπ... χλαπ... χλουπ... Και τα νερά ν’ αστράφτουν ασημιά, γύρω απ’ τη μελένια στράτα της χάλκινης σελήνης. Κι ύστερα απ’ τη σιωπή, γλυκό ξανά το παρακάλι.
«Έλα Ηρώ μου να χαρείς, πες’ το μας κείνο το τραγούδι.»
Κι εκείνη πρόθυμη με μιας άπλωνε, κι όλο άπλωνε τη μαγική φωνή της. Και γέμιζε τη θάλασσα. Και γέμιζε τον ουρανό. Κι έπαιζε εκείνο το τραγούδι, πότε βαθειά αγγίζοντας τον πόνο και το μυστήριο της βραδιάς, και πότε ανάλαφρα χαϊδεύοντας, σα στοργική αδελφή, στο μάγουλο το κύμα.




Τραγούδι του Αττίκ
« .... Παπαρούνα. χαρωπή... παπαρούνα μυρωμένη... ο διαβάτης που προσμένεις, άλλη δε ζητά να βρει........... Μα ένα βράδυ στου θεάτρου τη φουρτούνα..»
Βράδια ακύμαντα εδώ.
Κι είμαστε τότε εμείς καλά εδώ προφυλαγμένοι, σαν μέσα σ’ αρυτίδιαστη κι αιώνια ευτυχία, που καλεσμένη λες, όχι από νεύματα ή ξόρκια μαγικά, μάγου περαστικού απ’ τη μικρή μας πόλη, έφτανε μόνη της, απλή, και γέμιζε το χρόνο. Το χρόνο τον γυμνό κατά τα άλλα, από στολίδια περιττά, κάθε ψυχής απλής, σαν την ψυχή μας τότε. Τότε που δεν φοβόμαστε, πως θα περάσει η στιγμή! Αν θα χαθεί, ή αν θα μείνει πάντα η ίδια. Τότε που ’χαμε τη διάθεση, να απαλλαγούμε απ’ τη μικρή κι εφήμερη χαρά, απ’ το μικρό κι εφήμερο καημό της ματαιότητας του κόσμου.
Ποιός ξέρει κι ας το πει, αν τότε μάταια εμείς, τυφλοί διαθέταμε άσκοπα τον καιρό, μες στο σεργιάνι της ζωής μας. Αν ξέρει τώρα αληθινά, ας μας το πει να μάθουμε, το αν υπήρξαμε τυφλοί, σ’ ότι αληθινά το χτες προφήτευε λαμπρό, χωρίς και να το επαληθεύει˙ σ’ ότι το αύριο σοφό αντανακλούσε, πριν καν να φέξει ακόμη, δίχως ποτέ να φτάνει η στιγμή, που να το κάνει και χειροπιαστό! Όχι, απλά αγωνιζόμαστε, όπως καλά θα κάνουν κι ετούτοι που θα ’ρθούνε, το ίδιο ν’ αγωνίζονται, κι έτσι να ελπίζουν πάντα.
Πόση γαλήνη αλήθεια, πάνω στη γη, όταν γνωρίζεις τι ζητάς˙ και πόσα η άγνοια και οι άστατοι καιροί κλώθουν αντίθετα, έξω απ’ αυτά που επιθυμούν στο βάθος τους οι ανθρώποι! Κι έπειτα, ας λέμε, πως όλα είναι απρόβλεπτα.
Τι άλλο μάθαμε, απ’ τη ζωή, καλύτερα να λέμε! Όλα πως φτάνουν ξαφνικά κι απρόβλεπτα στο κόσμο! Έτσι ακριβώς όπως αυτά που ‘φθασαν το 40!

3 comments:

Rodia said...

Agapite Aggele, me olo to 8arros, ti douleia exei diafimisi" ads by Google" me 8ema ti gnwrimia gynaikwn mesa apo Chat, klp..?
Bgainei stin proti selida tou blog sou. Prosexe. Bgale tis diafimiseis, grapse sto forum tis Google gia to 8ema, klp. an 8eleis na apallageis.
Ektos an syndyazeis to porno me to e8niko... Gousta einai avta...

aggelos said...

Αγαπητή Ροδιά, επιτέλους ξαναδιαβάζοντας το πα-λαιό σχόλιο σου, νοιώθω σήμερα ικανοποιημένος που μετά από παρέμβασή μου στην Google, η οποία βεβαίως σαν αρχάριο μου πήρε πολύ χρονικό διά-στημα μέχρι να μάθω πως να την κάνω, έφυγε από την ιστοσελίδα μου η διαφήμιση εκείνη της ίδιας της google, η οποία δεν ήταν του γούστου μου για την ιστοσελίδα που γράφω ήταν όμως του γούστου της Google.
Και πάλι σ΄ευχαριστώ.

aggelos said...

Αγαπητή Ροδιά, επιτέλους ξαναδιαβάζοντας το πα-λαιό σχόλιο σου, νοιώθω σήμερα ικανοποιημένος που μετά από παρέμβασή μου στην Google, η οποία βεβαίως σαν αρχάριο μου πήρε πολύ χρονικό διά-στημα μέχρι να μάθω πως να την κάνω, έφυγε από την ιστοσελίδα μου η διαφήμιση εκείνη της ίδιας της google, η οποία δεν ήταν του γούστου μου για την ιστοσελίδα που γράφω ήταν όμως του γούστου της Google.
Και πάλι σ΄ευχαριστώ.